Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2019

Της παραλίας

Πότε ήταν; Πριν καμιά δεκαπενταριά μέρες θά 'ταν. Είχε μόλις δύσει ο ήλιος, έπαιρνε να σκοτεινιάζει κι εγώ είχα μόλις βγει από τη θάλασσα, από το απογευματινό - βραδυνό μου κολύμπι. Νύχτωνε σιγά - σιγά και στην παραλία δεν υπήρχε ψυχή, πεντακόσια μέτρα αμμουδιά, τόσα θά 'ναι, όλα δικά μου.

Ήμουν σε κακή διάθεση. Χωρίς ιδιαίτερο λόγο, ή χωρίς λόγο που να έχω όρεξη να αποκρυσταλλώσω μέσα μου και να μιλήσω κιόλας γι' αυτόν, πολλώ μάλλον να γράψω. Μου συμβαίνει καμιά φορά αυτό το πράμα. Κοιτούσα την παραλία από τη μια άκρη στην άλλη και σκεφτόμουν ότι ευτυχώς που δεν είναι εδώ κανείς, γιατί τώρα χρειάζομαι χώρο. Αν με πλησίαζε κανένας - όποιος κι αν ήταν, καλός φίλος, αγαπημένος συγγενής, η ωραιότερη γυναίκα του κόσμου - και με ρωτούσε τι έχω τάχα και βολοδέρνω έτσι πάνω κάτω με βρεγμένο μαγιό, το πιθανότερο είναι να απαντούσα ότι ήμουν καλά, αλλά μετά ήρθες εσύ!

Την κακή διάθεση τη λες και στενοχώρια, και η στενοχώρια είναι ο λαϊκός τρόπος να πεις τη στενοχωρία. Το αντίθετο της στενοχωρίας είναι η ευρυχωρία· γι' αυτό κι εγώ, όταν είμαι σε κακή διάθεση, ενστικτωδώς προσπαθώ να βρεθώ σε μέρος με άπλα. Να διευρύνω τα έξω μου, ώστε να ακολουθήσουν και τα μέσα μου.

Δεν κατάλαβα ποτέ τη φράση ο/η τάδε στενοχωριέται επειδή είναι μόνος του/της. Αν βρίσκεσαι ή επικοινωνείς με άλλους ανθρώπους, ανάλογα ποιοι είναι, ποιος είσαι, τι προηγούμενα υπάρχουν, πώς είναι οι χαρακτήρες, πώς είναι η διάθεσή σου και η διάθεσή τους, μπορεί να νοιώθεις περιορισμένος: τι θα πεις μην ενοχλήσεις, πώς θα σταθείς μην αντιδράσει ο άλλος, αν θα ξύσεις τη μύτη σου και τέτοια. Και όταν φύγουν ή κλείσει το τηλέφωνο και μείνεις μόνος σου - ουφ, έφυγε, πάει κι αυτό, ησύχασα, να πεις. Από κάποιο βαθμό έντασης και μετά, το λες και στένεμα της ψυχής σου αυτό - στενοχώρια δηλαδή. Ο τάδε με στενοχωρεί, και μόνο η παρουσία του με στενοχωρεί, τα λέμε αυτά! Δε λέω ότι γίνεται με όλους· λέω ότι υπάρχει φυσική διαδικασία δια της οποίας αντιλαμβάνομαι ότι μπορεί κανείς να βιώνει κακή διάθεση λόγω συναναστροφής με συγκεκριμένους άλλους.

Μόνος του, όμως; Όταν είμαστε μόνοι μας λέμε ό,τι θέλουμε χωρίς να πειράζεται κανείς - έστω και στον εαυτό μας, με όρους εσωτερικού μονολόγου, ή μήπως είναι και διάλογος τελικά;! Όπως θέλουμε στεκόμαστε, ό,τι θέλουμε ξύνουμε! Να νιώθουμε "κλείσιμο" στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού μας, να μας στενεύει το σπίτι μας, αυτό το καταλαβαίνω. Γι' αυτό πάμε μια βόλτα, κατά προτίμηση κάπου με άπλα, με θέα και χωρίς πολύ πολύ κόσμο. Στην κορυφή ενός λόφου, να ανοίγεται η γη μπροστά στα μάτια μας. Στην παραλία, να ανοίγεται μπροστά μας η θάλασσα. Κι ας είναι απέναντι το Τσιρίγο· για δέκα μοίρες στα νότια είναι ανοιχτό το γαλάζιο και στο κάτω κάτω ένα νησί είναι και όχι πολύ μεγάλο, από πίσω του ξέρουμε ότι έχει πάλι θάλασσα.

Αν λοιπόν μπορούμε απλά με μία βόλτα να άρουμε τυχόν φυσικούς περιορισμούς που μας στενεύουν και αν είμαστε μόνοι - ώστε δεν υπάρχουν ούτε ζωντανοί περιοριστικοί παράγοντες - τότε πώς γίνεται να στενοχωριόμαστε; Μια φωνούλα μέσα μου μού λέει ότι μας στενεύει ο ίδιος μας ο εαυτός, αλλά δε θα την αφήσω να μιλήσει και πολύ δυνατά, γιατί μου ακούγεται χοντρό αυτό που μου λέει να το πετάξω έτσι στον αέρα κι όποιον πάρει ο χάρος. Στο κάτω κάτω της γραφής, υπάρχουν άνθρωποι και άνθρωποι, ψυχές και ψυχές και ψυχούλες και ψυχάρες.

Υπάρχει τίποτα αντικειμενικό; Πώς, αμέ, υπάρχουν τόσα αντικείμενα! Οι άνθρωποι, όμως, δεν είναι αντικείμενα, γι' αυτό άλλωστε και δεν κάθονται στα τραπέζια (ο Μπρίλης ήτανε πολύ πιο μπροστά απ' ότι νομίζουμε!). Οι άνθρωποι είναι υποκείμενα, που από τη στιγμή της γεννήσεώς τους προσλαμβάνουν, επεξεργάζονται, χτίζονται, δυναμώνουν, αδυνατίζουν, καταρρέουν, ενίοτε και εκλείπουν. Και άλλα πολλά κάνουν. Όλα υποκειμενικά τα κάνουν, και έτσι πρέπει να κάνουν, και μόνο έτσι μπορούν να κάνουν.

Δεν υπάρχει λοιπόν αντικειμενική αλήθεια;

Σαν ασυναρτησία μου φαίνεται ο όρος! Α-ληθές είναι κάτι που συνέβη ή συμβαίνει, γίνεται αντιληπτό και δεν έχει περιέλθει στη λήθη! "Αντικειμενικά αληθές", τι θα ήταν; Κάτι που δεν έχουν ξεχάσει τα αντικείμενα;!

Ένα λεπτό! Ο Ήλιος βγαίνει κάθε πρωί από την ανατολή, αυτό δεν είναι "αντικειμενικά αληθές";

Αυτό το ξέρουμε, επειδή υποπίπτει στην αντίληψή μας. Το Υποκείμενο Εγώ - αν ποτέ ξυπνήσει αρκετά νωρίς! - θα δει τον Ήλιο να βγαίνει από την ανατολή. Το γεγονός ότι το Υποκείμενο Εσύ θα αντιληφθεί επίσης το ίδιο δεν καθιστά την παρατήρηση αντικειμενική· θα αυξήσει και των δύο μας την εμπιστοσύνη στην ορθότητα της παρατήρησής μας, καθότι τέσσερα μάτια είναι περισσότερα από δύο, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι στην όλη διαδικασία εμπλέκεται κάποιο αντικείμενο! Εξ' άλλου, και τα δύο Υποκείμενα απέχουν απ' αυτό που μαθαίνουμε στο Δημοτικό Σχολείο: ο Ήλιος ούτε μπαίνει, ούτε βγαίνει. Η Γη περιστρέφεται γύρω από τον άξονά της και δίνει την εντύπωση στους παρεπιδημούντας ότι ο Ήλιος ανατέλει και δύει.

Ένα λεπτό! Η Γη περιστρέφεται γύρω από τον άξονά της, αυτό δεν είναι "αντικειμενικά αληθές";

Αυτό το γνωρίζουμε χωρίς να έχουμε, οι συντριπτικά περισσότεροι από εμάς, κανενός είδους προσωπική εμπειρία επ' αυτού. Το γνωρίζουμε επειδή σε βάθος χρόνου το διαπίστωσαν και το μελέτησαν πολλοί ευφυείς και εξειδικευμένοι, τους οποίους έχουμε κάθε λόγο να εμπιστευόμαστε και κανένα λόγο να αμφισβητούμε. Το Υποκείμενο Εγώ και το Υποκείμενο Εσύ έχουμε κάθε λόγο να συμφωνήσουμε ότι μπορούμε να τους εμπιστευτούμε!

Αν, άλλωστε, το συγκεκριμένο παράδειγμα είναι μάλλον απλοϊκό και η γνώση επ' αυτού ώριμη και δοκιμασμένη, υπάρχουν εντούτοις πάμπολα φυσικά φαινόμενα και φυσικοί νόμοι επί των οποίων δεν ισχύουν αυτά. Γι' αυτό άλλωστε και υπάρχει εν ενεργεία επιστημονική έρευνα!

Ακούς κηρύγματα παπάδων, ακούς θεολόγους, ακούς διάφορους άσχετους να σου λένε για το μεγαλείο του Θεού που έφτιαξε τους φυσικούς νόμους. Παιδιά, έλεος, δεν έφτιαξε ο Θεός τους φυσικούς νόμους!

Τι έφτιαξε ο Θεός; Την πραγματικότητα έφτιαξε ο Θεός!

Οι φυσικοί νόμοι τι είναι; Είναι ανθρώπινες συλλήψεις, είναι η απόπειρά μας να κωδικοποιήσουμε την εμπειρία που αποκομίζουμε ζώντας και δρώντας μέσα στην πραγματικότητα που έφτιαξε ο Θεός. Επειδή, δε, τόσο η αντίληψή μας, όσο και η αφαιρετική διαδικασία της κωδικοποίησης έχουν τις ατέλειες και τα όριά τους, και επιπλέον υπόκεινται - ευτυχώς! - και στον υποκειμενισμό μας, γι' αυτό και οι φυσικοί νόμοι είναι διαρκώς υπό εξέταση και διόρθωση.

Αν οι φυσικές αισθήσεις μας - η όραση, η ακοή - είναι κοινή εμπειρία ότι έχουν τα όριά τους, δε συμβαίνει ακριβώς το ίδιο με τη λογική μας. Δεν είναι ανήκουστη η άποψη ότι η λογική μας δε γνωρίζει όρια. Έχουν υπάρξει και σχετικές φιλοσοφικές σχολές, αν δεν κάνω λάθος. Φιλοσοφικές σχολές με αντιλήψεις που το Υποκείμενο Εγώ ψιλιάζεται ότι οδηγούν προς θεωρητική θεμελίωση ολοκληρωτικού τύπου δυστοπιών, if I may add. Εν πάση περιπτώσει, κι ένας καθόλου ολοκληρωτιστής φυσικός επιστήμονας του 1850 - της ορμητικής, προμηθεϊκής φάσης της νεωτερικότητας, με τα κολοσσιαία επιτεύγματα των μετέπειτα δεκαετιών - θα το θεωρούσε μάλλον σκάνδαλο να του πει κανείς ότι η λογική του είναι πεπερασμένη.

Κι όμως, το πρώτο πράγμα που θα μας πει η ίδια η λογική μας μόλις κατέβουμε από το καλάμι που έχουμε καβαλήσει, είναι ακριβώς αυτό: ότι έχει όρια. Φαντάζομαι ότι δε χρειάζεται να πω πολλά προς επίρρωσιν αυτού. Η λογική μας δε μπορεί να συλλάβει αυτή τούτη την έννοια του απείρου. Είναι, άραγε, λογικό να ισχυριστούμε ότι η λογική μας κατέχει μια ιδιότητα που η ίδια δεν μπορεί να κατανοήσει;! Είμαι βέβαιος ότι δεν είμαι ο πρώτος που κάνει αυτή τη σκέψη, είναι εξαιρετικά απλή.

Εξάλλου, δε συμφέρει καν να έχει άπειρες δυνατότητες η λογική μας! Εάν είχε, τότε θα ήμασταν υποχρεωμένοι να αποδεχτούμε ότι κάποια μέρα οι φυσικοί νόμοι θα πιάσουν την πραγματικότητα, θα την περιγράψουν επ' ακριβώς, θα κατανοήσουμε όλους τους τρόπους βάσει των οποίων λειτουργεί ο κόσμος, χωρίς σφάλματα και αποκλίσεις - και εκείνη ακριβώς τη μέρα η επιστημονική έρευνα θα έμενε χωρίς αντικείμενο και οι επιστήμονες χωρίς δουλειά και εισόδημα! Εάν, λοιπόν, ήμουν εγώ εν ενεργεία επιστήμονας, ακόμα και αν ψιλιαζόμουν ότι η λογική μου δεν γνωρίζει όρια, θα προσπαθούσα όσο μπορούσα να το κρύψω ή να επιχειρηματολογήσω επί του αντιθέτου!

Κατάλαβα! Δηλαδή δεν υπάρχει μία αλήθεια, υπάρχουν πολλές αλήθειες. Η αλήθεια μου, η αλήθεια σου, η αλήθεια του γείτονα κλπ. Η αλήθεια κάθε ενός από τα πάμπολα υποκείμενα, ναι;

Νομίζω ότι η λέξη αλήθεια εν προκειμένω δε μας βοηθάει. Μου αρέσει, τη χρησιμοποιώ, να την χρησιμοποιούμε, αλλά για τους σκοπούς της παρούσας συζήτησης αποπροσανατολίζει. Υπάρχει μία πραγματικότητα, δεν υπάρχουν πολλές. Υπάρχει όμως και η αντίληψή μου, υπάρχουν οι αισθήσεις μου, η λογική μου, το Όλον Υποκείμενο Εγώ, που, όπως κι αν το δεις, το όριά του είναι όντως εξαιρετικά περιορισμένα· ως εκ τούτου, εξαιρετικά περιορισμένη είναι και η εμπειρία της πραγματικότητας που γεύομαι. Το ίδιο ισχύει για το Όλον Υποκείμενο Εσύ, το Όλον Υποκείμενο Γείτονας κλπ.

Καλά! Το ίδιο πράγμα λέμε με άλλα λόγια. Όλα αυτά είναι κουβέντα περί όνου σκιάς.

Να σου πω!

Πρώτα απ' όλα, δε θα ζητήσω και συγγνώμη από κανέναν για το τι μουρμουράω στον εαυτό μου όταν βολτάρω στην παραλία με βρεγμένο μαγιό! Και περί όνου σκιάς θα μουρμουρίσω, και περί ψύλλου πηδήματος θα μουρμουρίσω, και περί κομμωτικής κουραμπιέδων θα μουρμουρίσω if I so wish.

Μου φαίνεται όμως, επίσης, ότι αυτά τα πράγματα έχουν και κάπως περισσότερη σημασία απ' ότι νομίζουμε.

Όταν ο άλλος ξεκινάει μια συζήτηση λέγοντας ότι αντικειμενικά, αυτό - τι εννοεί στην πραγματικότητα; Στην πραγματικότητα αυτό που κάνει είναι ότι δίνει μια περίπου μεταφυσική αυταξία σε αυτό - και στον εαυτό του, βεβαίως βεβαίως, που όχι μόνο το είπε, αλλά είναι και αντικειμενικός! Ήθελε να πει ότι 100, το αυτό είναι στο 99, άρα έκανε ολόκληρο βήμα· χρησιμοποίησε και τη λέξη αντικειμενικά - ε μην τολμήσεις και να μην αποδεχτείς ότι έχει δίκιο! Θα είσαι μεροληπτικός, άκριτος και δεν ξέρω τι άλλο. Αυτομάτως τοποθετεί τον εαυτό του σε μια θέση υπεράνω όλων - μόνο και μόνο επειδή κότσαρε μια λέξη, που στην ουσία της είναι και ανόητη. Τι λε ρε φίλε;

Κι έπειτα, όταν πάμε να συζητήσουμε οχυρωμένοι ο καθένας πίσω από τα τείχη της δικής του αλήθειας, δεν ξέρω αν κάνουμε τίποτα ρε παιδιά! Συνήθως αν πεις ότι έχω την αλήθεια μου, ν' ακούσω τη δικιά σου, δεν είσαι καθόλου ανοιχτός να προσπαθήσεις να καταλάβεις τι πάει να σου πει ο άλλος. Συνήθως τελικά δεν θα το ακούσεις καν· αν η συζήτηση είναι προφορική, θα διακόψεις στη δεύτερη πρόταση, θα θυμηθείς ό,τι θυμάσαι και χαίρεσαι και θα πεις τα δικά σου· αν η επικοινωνία είναι γραπτή, δε θα μπορέσεις μεν να διακόψεις, αλλά και πάλι ό,τι θυμάσαι χαίρεσαι στη δεύτερη πρόταση, θα χάσεις τελείως την ουσία, θα διαβάσεις τα υπόλοιπα χωρίς να καταλάβεις τίποτα (εκτός απ' αυτά που θυμάσαι και χαίρεσαι) και θα πεις τα δικά σου. Θα κάνουμε δηλαδή δύο παράλληλους μονολόγους, κι αυτό στην καλύτερη των περιπτώσεων.

Σκέφτομαι ότι αν μπορέσουμε να ξεφύγουμε από όλες αυτές τις λούμπες, την αντικειμενική αλήθεια, την αλήθεια μου, την αλήθεια σου, αν συνειδητοποιήσουμε ότι υπάρχει η πραγματικότητα και υπάρχει και η πολύ περιορισμένη δυνατότητά μας να τη συλλάβουμε, ίσως μάθουμε να ακούμε και λίγο τι θέλει να πει ο άλλος. Να ακούμε, όχι να πιστεύουμε κατ' ανάγκην, δεν είπα τίποτα τέτοιο.

Συνωνύμως: αν κατέβουμε από το καλάμι. Αν και άμποτε!

Δεν ξέρω αν όντως η πορνεία είναι το αρχαιότερο επάγγελμα όπως λέγεται συχνά, είμαι όμως βέβαιος ότι η ιππασία επί καλάμου είναι το αρχαιότερο χόμπι· αναπτύχθηκε, δε, παράλληλα σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης, σε όλους τους πολιτισμούς και σε όλες τις κλιματολογικές συνθήκες. Διεξάγεται συνήθως οριζοντίως, αλλά υπάρχει μαρτυρία και περί καθέτως...

Και κάπως έτσι είχε νυχτώσει κι εγώ δεν ήθελα να συνεχίσω να ανεβοκατεβαίνω την προσωπική μου, εκείνο το βράδυ, παραλία. Αλλά επειδή η διάθεσή μου ήταν ακόμα λίγο κακή, ανέβηκα στο σπίτι, ξέπλυνα τα αλάτια και ένιωσα την επιθυμία να κάνω ό,τι κάνω όταν έχω κακή διάθεση και είμαι εκ των πραγμάτων αναγκασμένος να μείνω μέσα... to be continued.