Υπό Πέτρου του Ζυφομούστου
Άρχοντες να ηξεύρετε, μικροί τε και μεγάλοι.
Ο μεθυστής εξύπνησε, τρίβει τους οφθαλμούς του.
Κίτρινον είδε ουρανόν, γεμάτον πεταλούδας.
Με το πουγούνι τες μετρά, φυσά κι αναχασμάται.
Ως είδε και τον ήλιον, φιλοσοφεί και λέγει·
"Ερωτικός ωνόμασεν ήλιον την γυναίκα.
Ήκουσα την μωρίαν του και θέλω να εμέσω".
Και πάντας πάλιν μέμφεται ο μεθυστής και λέγει·
"Ο πεινασμένος χάσκοντας την πήτταν ενθυμάται,
ο μυλωνάς τον μύλον του, ο γεωργός τ' αλώνι,
ο παιγνιώτης τύμπανον, ο άλλος τον τροχόν του,
προ πάντων δε ο πιστικός το τυρομύζηθρόν του,
ο δε μαυροκατζίβελλος τον γυροκόσκινόν του.
Εγώ δε το επιθυμώ, θέλω να τ' αναγγείλω.
Ας με λιθάση ο λαός, ας μ' αποκεφαλίση.
Εγώ γαρ την αλήθειαν θέλω να μαρτυρήσω.
Είδες βουτζίον κρητικόν γεμάτον το τυμπάνιν;
Ο έκλαμπρος ο ήλιος πολλά του ομοιάζει,
και βλέποντας τον ήλιον, ότι εστί μεγάλος,
ως ήκουσα πλατύτερος παρά της γης το πλάτος,
και δέομαι τον Κύριον να τον μεταποιήσει.
Χριστέ μου να εγένετο βουτζίν αντί ηλίου,
προς την ευρυχωρίαν του να είχε και το βάθος
και νά 'ταν ολογέματον καλόν κρασίν ακράτον.
Και πάλιν να εγένετον ο ουρανός καράβιν
και αι νεφέλαι άρμενον, τιμόνιν το φεγγάριν
καραβοκύρης άνεμος και ναύται οι αστέρες,
και να τον έκρουε σεισμός και νά 'πεφταν οι πίροι,
ο βούτζος να εβρόντιζε και ν' άστραπτεν η κούπα,
και να ποταμοφόριζεν ο άδολος ο οίνος
και να ήλθεν εις το στόμα μου η άβυσσος εκείνη,
αν τύχει να εγέμιζεν ο στόμαχός μου ο δόλιος
και η πτωχή η κοιλία μου νά 'θελεν κυματίσει,
και θάνατον θέλω ειπείν πόσως δεν εφοβούμουν.
Το πάλαι γαρ ο Μωϋσής εξήντα μυριάδας
Εβραίους ελυτρώσατο δουλείας Αιγυπτίων,
και ύδωρ τούτον ήτησαν και ήνοιξε την πέτραν.
Δώδεκα βρύσες έρρευσαν, πλην ουν κρασίν ουκ ήτον,
κρασίν δε να ζητούσασιν, ποσώς ουκ ετολμούσαν.
Λυπείται η καρδία μου εις τόσιν αγνωσίαν,
το πώς ουκ ετολμήσασιν κρασίον του αιτήσαι.
Τον λόγον ουκ επλήρωσα, ήλθον εις αθυμίαν,
εστέγνωσαν τα χείλη μου, η γλώσσα μου εξηράνθη,
όμως από την λύπην μου ήλθον εις αρρωστίαν.
Ιδού, Χριστέ, ψυχορραγώ, και καν ας εκοινώνουν,
και καν να με ναμάτιζαν καν ένα πιθαράκιν
καθώς περ τα ευλόγησες άλλοτες εις τον γάμον.
Πιθάριν μου γλυκύτατο, λιθάριν λυχνιτάριν,
πιθάριν μου εκλαμπρότατον, καλώς ιστορισμένο,
της λύπης η παρηγοριά και της χαράς η δόξα,
αυθεντικόν το σχήμα σου, φιλόσοφος η γνώμη.
Καλώς επλάσθης εξαρχής εις χρώμα του ρωδίου.
Ως γουν το ρώδον δροσερόν κοκκινοπορφυρίζει
και γέμει την γλυκύτατα, τον δρόσον του λαιμού μου.
Εις τούτο μόνον με λυπείς, πως ουκ αυξάνεις κλήμα,
να υπερβής τα υψηλά, τα Αραράτ τα όρη.
Εγώ δε αποστρέψομαι πάσαν πολυφαγίαν,
το δε κρασίν ορέγομαι τάχα δια να ψάλλω.
Το μέλι πλατυστόμαχον και ομφαλοανοίκτης,
το γάλα τυμπανόκοιλον και στρόφος των εντέρων,
το δε ακράτον το κρασίν, τροφή, αθανασία,
και βασιλεύει το βουτζίν εις όλα τα αγγεία,
αεί δε πάντοτε φορεί βασιλικούς στεφάνους.
Ο Σολομών το έστεψεν ο θαυμαστός εκείνος.
Λοιπόν και τον παράδεισον δίχως κρασίν μισώ τον.
Αν τρώγω, θέλω να διψώ, τις η ωφέλειά μου;
Αλλά και ο παράδεισος εκείνος τον ακούεις
τέσσαρας έχει ποταμούς μεγάλους, θαυμασίους.
Αν ήσαν και οι τέσσαρες κρασίν, ως ενθυμούμαι,
ο εις αρκεί με πρόγευμα, μόνον μη τύχη φίλος,
ο δεύτερος εις γεύμα μου κ' εις δειλινόν ο τρίτος,
αρκεί με και ο τέταρτος εις πτωχικόν μου δείπνον.
Ελαίαν την καλόκαρπον θαυμάζουσιν οι πάντες,
αλλ' ουν εις όλα τα φυτά το κλήμα βασιλεύει.
Ο μούστος ολοζώντανος πηδά και κοντοβήχει,
το δε ελάδιν το πτωχόν κείτετ' αποθαμμένον.
Και τους νεκρούς εξανιστά ο εύοσμος ο οίνος
και τους αρρώστους ο καλός εις δύναμιν εγείρει.
Αν εύρω τζίπουρον εις γην, σκύπτω, μυρίζομαί το,
κ' η ευωδία του νικά τον μόσχον της Συρίας.
Ο άρτος ουκ ευφραίνει με, μόνον το κρασοβόλιν
και το λαγωμαγείρευμα το λέγουσιν κρασάτο.
Κρασίν μου δοκιμώτατον εις πάσαν ιατρείαν,
των νέων η θηριακή, το αίμα των γερόντων,
κινείς τα ούρα συνεχώς, ευφραίνεις την καρδίαν,
αναβιβάζεις πνεύματα, τους οφθαλμούς ανδρίζεις.
Εκ των αγίων γαρ πολλοί λέγονται μυροβρύται,
εγώ δε χάριν ήθελα να γένω κρασοβρύτης.
Φρίττω λοιπόν ο ταπεινός όταν το διηγούμαι.
Τι τα πολλά σοι προσλαλώ και περισσά σοι λέγω;
Αν έπιναν οι άγγελοι κρασίν ώσπερ εμένα,
και να εκάθιζα ομού μετά των αρχαγγέλων
εις εκατόν νυχθήμερα ήθελα τους μεθύσει.
Άκουσον την αλήθειαν πόσον κρασίν φοβούμαι.
Αν ήτον αργυρόκουπα ο ουρανός τον βλέπεις,
να με τον εγεμίζασιν άσπρον κρασίν ακράτον.
να μ' έλεγαν Δευτέρωσε και πρόσεχε μην πτύσεις,
ήθελα 'πει ότι σώνει με, φοβούμαι μη μεθύσω.
Λοιπόν από της δίψης μου ησθένησα μεγάλως.
Τον Ρούφον είχα ιατρόν και τον Κρασοπινάκιν,
εκείνους οπού 'γέννησεν ο γέρων Φιλομούστης.
Κρασίν μ' ελούσαν παρευθείς, και υγιής ευρέθην,
και την Λαμπράν την Κυριακήν όνειρον είδα ξένον.
Φόρεμα είχα τον ασκόν, καπάσιν μισοβούτζιν,
σκούφιαν αργυρόκουπαν και κάλτζας τας κανάτας,
καλίγια πασχάτικα ωραίας πετζοφλάσκας,
τζιπουρομάγγανον καλόν ωραίον δεκανίκιν.
Την κλίνην έποισα ληνόν και κανατάν την σκάφην,
'πισάσκιν το προσκέφαλον, εγκόλπιν πιθαράκιν.
Βροντή εγένετο φρικτή, ο ουρανός ερράγη,
οι καταρράκται έρρευσαν άσπρον κρασίν ακράτον.
Πάλιν εμετεβρόντησεν η γη δίχως ερράγη,
καθαρογλυκοπίπερος ανέβαινεν ο μούστος.
Το στόμα μου ενέλαβεν εκ τουρανού το μέλι,
αι χείρες μου εγέμισαν από της γης την σκάφην,
και από την γλυκύτητα την περισσήν του μούστου
η μέλισσά με έδακεν απέσω εις την γλώσσαν.
Ο φόβος με εξύπνισεν, όμως ακροτρευλίζω".
Ευρέθη εις το Νέος Ελληνομνήμων, τόμος 1, τεύχος 4, έκδοση 1904, υπό Σπυρίδωνος Λάμπρου, κλικ στο "Προβολή/Άνοιγμα" και σελίδες 432 - 449.
Κανονικά δεν έπρεπε να πω τίποτα! Ο (προφανώς προ πολλού μακαρίτης) Λάμπρου που επιμελήθηκε την έκδοση λέει ό,τι είναι να λεχθεί στην παραπάνω παραπομπή. Αλλά ας σημειώσω κι εγώ μερικά!
Πρόκειται προφανώς για σατιρικό - σκωπτικό στιχούργημα με θέμα την οινοποσία, που λόγω του ύφους του πιθανολογείται ότι γράφτηκε το 12ο αιώνα από τον Πτωχοπρόδρομο, δηλαδή το Γεώργιο Σουρή της εποχής των Κομνηνών. Αυτός ο Πέτρος Ζυφομούστης (!) είναι εμφανώς κωμικό ψευδώνυμο του πραγματικού στιχουργού, είτε αυτός ήταν ο ίδιος ο Πτωχοπρόδρομος είτε κάποιος που μιμήθηκε το ύφος του. Μιας και ο λιάρδας που αποτελεί το κυρίως πρόσωπο του ποιήματος αναφέρεται ως "κρασοπατέρας", αλλά και "υπέρτιμος", μήπως στόχος της όλης σάτιρας να ήταν κανένας δεσπότης, γνωστός στον κόσμο για τις εν λόγω επιδόσεις του; Διόλου απίθανο, αλλά και αδύνατο να γνωρίζουμε με σιγουριά. Πάντως εάν τον ήξερα μερικά χρόνια πριν, θα είχα υιοθετήσει για ψευδώνυμο αυτό το "Ζυφομούστης" μάλλον παρά το "Ινδικοπλεύστης"!
Είναι αρκετοί οι αστείοι στίχοι, αλλά πιο κωμικό μου φάνηκε το δίστιχο στην αρχή:
"Ερωτικός ωνόμασεν ήλιον την γυναίκα.
Ήκουσα την μωρίαν του και θέλω να εμέσω".
Σε κάπως ελεύθερη νεοελληνική απόδοση θα λέγαμε:
"Ποιητής του έρωτα παρομοίασε τη Γυναίκα με τον Ήλιο.
Έλα τώρα με τις χαμούρες, μην ξεράσω".
Λίγο πιο κάτω, όμως, ο "Υπέρτιμος Κρασοπατέρας" εκφράζει την ευχή:
Χριστέ μου να εγένετο βουτζίν αντί ηλίου,
προς την ευρυχωρίαν του να είχε και το βάθος
και νά 'ταν ολογέματον καλόν κρασίν ακράτον.
Ας ήταν, δηλαδή, εκεί στον ουρανό ένα πιθάρι αντί για τον ήλιο, που να είχε όμως το μέγεθος του ήλιου και να ήταν γεμάτο κρασί! Και μετά πιο κάτω προχωράει και εύχεται να γινόταν σεισμός, να άνοιγε το πιθάρι και να έπεφτε όλο το κρασί στο στόμα του, σε μια κωμική εικόνα που θυμίζει τις περιγραφές των γευμάτων του Γαργαντούα στο έργο του Ραμπελαί.
Μια που τό 'φερε η κουβέντα: η ελληνομάθεια του Ραμπελαί είναι παραπάνω από εντυπωσιακή. Συνέθετε γραμματικώς ορθά στιχουργήματα στην ομηρική, που τα υπέγραφε στα ελληνικά, υπό "Φραγκέσκου του Ραβελαίσου". Φαίνεται να ήξερε εις βάθος, όχι μόνο τον Όμηρο και τους τραγικούς, αλλά και όσα είχαν σωθεί από τον Ηράκλειτο, το Δημόκριτο και άλλους. Αλλά όμως η ποιότητα του χιούμορ του δείχνει άνθρωπο με... θέματα. Με ψυχολογικά και μάλιστα χοντρά. Βλέπω στη wikipedia ότι μαζί μου θα συμφωνούσε ο εξαιρετικός Όργουελ, επομένως δεν είμαι μόνο εγώ! Δεν είναι αυτή καθαυτή η αθυροστομία του Ραμπελαί· η σάτιρα έχει τέτοια. Αλλά να προκαλεί και κάποια θυμηδία αυτό που γράφεται ή λέγεται, όχι να προκαλεί μόνο αηδία.
Ας σημειωθεί πάντως - επιστρέφοντας στο Ζυφομούστη - ότι η Φυσιολογική Διήγησις κατά τον Λάμπρου σώζεται σε τέσσερα χειρόγραφα, δύο εκ των οποίων στη βιβλιοθήκη της Μονής Ιβήρων. Το οποίο τι σημαίνει; Σημαίνει ότι οι αγιορείτες μοναχοί δεν απέρριψαν την εν λόγω σάτιρα. Όπως άλλωστε δεν απέρριψαν ούτε τον Αριστοφάνη, αφού κι αυτού τα έργα χάρη σε κάποιους αντιγραφείς μοναχούς μας σώθηκαν.
Δεν ξέρω τι πρέπει να σκεφτούμε γι' αυτό. Αν θα πρέπει ίσως να σκεφτούμε κάποια πράγματα για την ποιότητα των εν λόγω μοναχών, ή πάλι αν θα μπορούσαμε ίσως να χαλαρώσουμε λιγάκι και να μην βλέπουμε παντού στη σάτιρα ασέβειες και βλασφημίες, όσοι έχουμε εκκλησιαστικές καταβολές. Να μην φρικάρουμε τόσο εύκολα, δηλαδή, ή άλλως πώς - στη διάλεκτο που χρησιμοποιούμε και καταλαβαίνουμε μόνο εμείς - να μη "σκανδαλιζόμαστε" τόσο εύκολα. Ή ίσως κάπου στη μέση, λίγο από το ένα και λίγο από το άλλο.
Προφανώς, βέβαια, όπως αντέγραφα τους στίχους του Ζυφομούστη, ε κάπου δίψασα κι εγώ. Διαπίστωσα, όμως - O tempora! O mores! - ότι δεν είχα τίποτα εδώ εκτός από φαρμακευτικό οινόπνευμα. Όχι δεν το ήπια αυτό, αλλά ευτυχώς το μαγαζάκι εδώ δίπλα είναι ανοιχτό κυριακάτικα και πουλάει ένα αγιωργίτικο, τρία ευρώ το ενάμισι λίτρο, μια χαρά. Πετάχτηκα λοιπόν να προμηθευτώ ένα μπουκάλι, για να με κρατήσει όπως θα τα γράφω. Τώρα που βαίνω προς το τέλος έχει πέσει αισθητά η στάθμη, αναμενόμενο αυτό. Γεια σας!
Σχετικό - άσχετο υστερογραφικό: γύρω στο 1430, ο Ιωάννης Η' Παλαιολόγος, ο προτελευταίος βασιλέας, εξέδωσε διάταγμα που περιόριζε σε δεκαπέντε το μέγιστο αριθμό των γενοβέζικων (ή βενετικών, δε θυμάμαι καλά από μνήμης και δεν έχει σημασία για εδώ) καπηλείων που επιτρεπόταν να λειτουργούν στην Πόλη. Ο περιορισμός επεβλήθη όχι για να μην μπεκροπίνουν οι Βυζάντιοι, αλλά για να μπορέσουν να έχουν πελατεία και να σταθούν και τα καπηλεία των ντόπιων!
Η Πόλη τότε - παραμονές της Αλώσεως - αιμορραγούσε και πληθυσμιακά. Αν θυμάμαι καλά, ο πληθυσμός της υπολογίζεται να ήταν γύρω στους δέκα χιλιάδες κατοίκους όλους κι όλους, που θα κατοικούσαν εκεί γύρω από το κέντρο. Τα προάστια θα πρέπει να τα φανταστούμε εγκαταλελειμμένα, οι οικισμοί, οι ναοί, τα μνημεία να δίνουν τη θέση τους σε περιβόλια. Κι όμως, υπήρχαν δεκαπέντε ιταλικά ταβερνεία, χώρια τα ντόπια, σε μια πόλη με τον πληθυσμό του Καρπενησίου, ή το ένα τρίτο της Σπάρτης ή της Φλώρινας! Δηλαδή αυτοί οι δέκα χιλιάδες μάλλον καλοπερνούσαν!
Οι μελετητές της κοινωνικής ανθρωπολογίας μας λένε ότι ο ηδονισμός ευδοκιμεί ιδιαιτέρως σε εποχές παρακμής και απαξίωσης του προγενέστερου πολιτισμικού υποδείγματος, και εν όσω δεν έχει προκύψει ακόμα το επόμενο να δώσει ορμή με το νεανικό του σφρίγος. Δίνουν ως παράδειγμα τον ηδονισμό της ελληνιστικής περιόδου, της παρακμής της Αρχαίας Ελλάδας. Συχνές οι αναφορές στα όργια του Δημητρίου του Πολιορκητή μέσα στον Παρθενώνα, με την ενθουσιώδη άδεια της αθηναϊκής Εκκλησίας του Δήμου. Δίνουν επίσης ως άλλο - πολύ αντίστοιχο - παράδειγμα τον ηδονισμό της δικής μας εποχής, όπου καλπάζει η παρακμή της νεωτερικότητας. Ίσως κι εκείνα τα χρόνια πριν την Άλωση θα μπορούσαν να θεωρηθούν μια αντίστοιχη περίοδος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου