Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 23 Απριλίου 2019

Ισπανοί σπανοί και πωγωνάτοι Σέρβοι

Ισπανοί σπανοί ζωγράφισαν εις πανί ισπανικό ιππικό εις πανικό.

Πρόκειται για μια εξυπνάδα που κυκλοφορούσε παλιά, όταν ήμουν παιδί και νωρίτερα. Ίσως έφτασε και σε σένα. Αλλά δεν έχει μεγάλη σημασία.

Βάλε λίγο BGM να παίζει καθώς το διαβάζεις αυτό, αφού κι εγώ το έχω και παίζει όπως το γράφω.


Είναι μια γλυκύτατη μελοποίηση ενός ποιήματος από το Σιλμαρίλιον που δεν το έχω διαβάσει (ακόμα;), αλλά θυμάμαι που μου έλεγες γι' αυτό.

Πάμε παρακάτω.

Στην Ισπανία δεν έχω πάει ποτέ. Έφτασα αρκετά κοντά· πήγα στη Νιμ, που έχω δει να λέγεται η πιο "ισπανική" πόλη της Γαλλίας. Ούτε στην Πορτογαλία πήγα. Η Ιβηρική χερσόνησος είναι από τις λίγες περιοχές της Ευρώπης που δεν επισκέφθηκα (η άλλη είναι η γειτονιά μας, τα Βαλκάνια, εκτός από τη Ραγκούζα, που όμως μάλλον να την μετράω, λέω, για Αδριατική παρά για Βαλκάνια). Στις άλλες περιοχές λίγο - πολύ έχω πάει, έστω δειγματοληπτικά, έστω βιαστικά μερικές φορές, για ένα σαββατοκύριακο, για μια μέρα. Κάποτε είχα την ευκαιρία να συμμετάσχω σε μια φοιτητική εκδρομή στη Σεβίλλη, αλλά προτίμησα άλλη εκδρομή αλλού. Καλά έκανα, καλά ήτανε. Απλώς αν ήξερα τότε όσα ξέρω τώρα, αν ήξερα τότε το ρόλο που έπαιξε αυτή η πόλη και το ποτάμι της στα γεγονότα της Εποχής των Ανακαλύψεων - που πριν κάτι χρόνια σε ένα κείμενο που ήθελα να συνεχίσω και δεν το έκανα ποτέ έλεγα πόσο με συναρπάζει - αν τα ήξερα αυτά τότε, ίσως είχα επιλέξει διαφορετικά. Εντάξει, δεν έχει μεγάλη σημασία και προφανώς μπορώ να πάω ανά πάσα στιγμή. Αλλά έχω χορτάσει ταξίδια. Από τότε που γύρισα στην Ελλάδα - πάνε οκτώ χρόνια, πλάκα πλάκα - πήγα στον El Venizelo όλη κι όλη μια φορά για καφέ. Δεν έχω ούτε ισχύον διαβατήριο πια! Είναι μια σειρά φίλοι και συγγενείς που μου έχουν πει να πάω να τους επισκεφθώ σε διάφορα μέρη της Ευρώπης - από τη Λευκωσία ως τη Λευκορωσία, αρκετή Αγγλία, Ελβετία - κάποτε και Ιταλία, Σουηδία, αλλά έχω χάσει επαφή και δεν ξέρω τι γκένεν αυτοί. Σε όλους λέω το ίδιο: παιδιά ευχαριστώ, θα δούμε, δε διψάω όμως πια για ταξίδια.

Όταν ήμουν μικρός, είχα ένα εικονογραφημένο τεύχος για τον πολιτισμό των Ίνκας, όπως, φαντάζομαι, και πολλοί άλλοι. Το διάβαζα, το κοιτούσα, το ξαναδιάβαζα, το κοιτούσα ώρες ατέλειωτες, το ξαναματαδιάβαζα. Κοιτούσα τους χάρτες, μάθαινα τα ονόματα των φυλάρχων, τα ζώα των Άνδεων, τις γιορτές προς τιμήν του Ήλιου και της Σελήνης. Ήταν ο καιρός που περνούσαμε ακόμα μερικά από τα καλοκαίρια μας στο πατρικό της συγχωρεμένης της μάνας μου (ακριβώς εκεί). Μου έχουν πει ότι έκτοτε η Λήμνος "αναπτύχθηκε τουριστικά", αλλά εγώ έχω να πάω πάνω από τριάντα χρόνια. Τότε έβλεπες μόνο ντόπιους - σίγουρα περισσότερους απ' όσους τώρα - και κάμποσους φαντάρους. Η μάνα μου τότε είχε ένα μπουρνούζι για τη θάλασσα, που τα σχέδια πάνω του μου θύμιζαν τα σχέδια στους χιτώνες των Ίνκας, στο εικονογραφημένο μου! Το έπαιρνα και το φορούσα, λοιπόν, και έπαιζα στην αυλή. Μόνος μου, σκάρωνα ιστορίες. Πήγαινα μέσα στην αποθήκη, έτρεχα στο σαθήρι, ούτε ξέρω τι σόι περιπέτειες έπλαθα με τη φαντασία μου. Πάντως θυμάμαι μια σημαντική λεπτομέρεια: έπρεπε όταν φορούσα το μπουρνούζι να μη φοράω εσώρουχα από μέσα, αφού οι Ίνκας δεν είχαν εσώρουχα! Θυμάμαι, ακόμα, ότι με έβλεπαν οι γιαγιάδες και οι θείτσες από τα γειτονικά σπίτια, κοιταζόντουσαν μεταξύ τους και γελούσαν. "Αυτός φοράει τη ρόμπα της μάνας του"!

Τι είναι το σαθήρι; Δεν είμαι βέβαιος! Είναι μάλλον μια λέξη της λημνίας ντοπιολαλιάς που δεν ξέρω τι ακριβώς σημαίνει - και, στ' αλήθεια, την είχα ξεχάσει μέχρι που έπιασα να γράφω τούτες τις γραμμές! Στην περίπτωσή μου, ήταν ένα σημείο της αυλής, κάπως υπερυψωμένο, όπου βάζαμε τα σακιά με τα φυστίκια, για να τα σπάμε σιγά σιγά. Ο παππούς, που παλιά ήτανε ο δάσκαλος στο χωριό και εγώ δεν τον καλογνώρισα, είχε φυτέψει αρκετές φυστικιές στα λίγα στρέμματα που είχε.

Εν πάση περιπτώσει, μ' αυτά και με τ' άλλα, εγώ τότε είχα αποφασίσει να γίνω αρχαιολόγος! Να μάθω ισπανικά και να πάω στο Περού, να κάνω ανασκαφές και να ανακαλύψω καινούρια μνημεία των Ίνκας. Απ' όλο το εικονογραφημένο, πιο πολύ με εντυπωσίαζε η σελίδα που έδειχνε τους αρχαιολόγους να καθαρίζουν ένα παλιό σπίτι που είχαν ανασκάψει. Ευτυχώς που δεν το έκανα· δεν θα είχα πάει στο Περού και δεν θα είχα ανακαλύψει μνημεία των Ίνκας. Στη βέλτιστη των περιπτώσεων, θα είχα να τσακώνομαι για το αν τούτες δω οι δυο κοτρώνες που βρέθηκαν στη θάλασσα αποτελούν καταποντισμένο ιερό του Διός ή του Ηρακλέους.

Θυμάμαι, πάντως, το τελευταίο καλοκαίρι που πήγαμε στη Λήμνο. Εγώ είχα μεγαλώσει λίγο και δεν έπαιζα πια με τη ρόμπα της μάνας μου. Είχα βαρεθεί στο χωριό, καθότι ποτέ δεν ήμουν καλός στο να γυρνάω και να κάνω φίλους, άσε που ούτως ή άλλως από τότε τα παιδιά ήταν πολύ λίγα. Είναι και ηπειρωτικό το χωριό, δεν μπορούσα να πάω ανεξάρτητος στη θάλασσα. Έπρεπε να οργανωθούμε να πάμε όλοι μαζί με αυτοκίνητο. Ή να περπατήσω καμιάν ώρα και να μου την πέσουν στο δρόμο καμιά σαρανταριά μαντρόσκυλα!

Αφού είχα βαρεθεί, λοιπόν, στο χωριό, έπεισα τους γονείς μου και με πήγαν στους αρχαιολογικούς χώρους του νησιού, στην Ηφαιστία και στο Καβείριο. Τώρα που το σκέφτομαι, μήπως και στην προϊστορική Πολιόχνη, δεν είμαι βέβαιος. Η αλήθεια είναι ότι κανένας από τους χώρους αυτούς δεν παρουσιάζει κάποιο τρομερό ενδιαφέρον για έναν κοινό επισκέπτη. Μερικά χαλάσματα στον καθένα. Πρόσφατα έτυχε να διαβάσω ότι η ιταλική αρχαιολογική αποστολή που ανασκάπτει την Πολιόχνη ισχυρίζεται ότι ανακάλυψε το αρχαιότερο βουλευτήριο που έχει ανακαλυφθεί ποτέ. Πώς ξέρουμε ότι είναι βουλευτήριο και όχι θέατρο, αμφιθέατρο, χώρος λατρείας, ο,τιδήποτε άλλο; Μας το λένε οι προαναφερθείσες κοτρώνες.

Στο Καβείριο, πάντως, εκεί ήταν ένας πολύ ενδιαφέρων τύπος που έκανε το φύλακα και παράλληλα τον ξεναγό. Άνοιγε το πρωί τη μάντρα του χώρου, και μετά καθόταν σε ένα μικρό οίκημα που υπήρχε χτισμένο και περίμενε τους ελάχιστους επισκέπτες. Άμα ερχόταν κι από κανείς - ίσως μια δυο παρέες την εβδομάδα, τότε - τους μάζευε και τους μιλούσε δεκαπέντε - είκοσι λεπτά για την ιστορία του μνημείου, για τις οργιαστικές λατρείες των καβειρίων μυστηρίων, για την πολιτισμική ομοιότητα, κατά την αρχαία εποχή, των τριών μοναχικών νησιών του βορείου Αιγαίου - Λήμνου, Ίμβρου, Σαμοθράκης. Είχε φυσικά τις γνώσεις που ανέμενε κανείς λόγω της θέσης του, και μάλλον αρκετά περισσότερες από τις απαραίτητες, αλλά είχε και χάρισμα στο storytelling. Τα έλεγε πολύ ευχάριστα και ενδιαφέροντα, γι' αυτό άλλωστε και τον θυμάμαι ακόμα! Και παρότι θα έπρεπε να θεωρείται δεδομένο ότι θα υπήρχαν τέτοιοι σε κάθε αρχαιολογικό χώρο, δυστυχώς κάτι τέτοιο δε συμβαίνει. Στο ναό της Αφαίας στην Αίγινα δεν υπάρχει κανείς, αν και είναι πολύ πιο κοντά στην Αθήνα και συγκεντρώνει συντριπτικά περισσότερους επισκέπτες τη δεκαετία του 2010 απ' ότι το Καβείριο της Λήμνου τη δεκαετία του 1980. Υπάρχει κάποιος στην είσοδο που σου κόβει εισιτήριο των δέκα ευρώ (!), σου δίνουνε κι ένα φυλλάδιο κι ό,τι καταλάβεις.

Πάντως, όσον αφορά εκείνον τον ωραίο τύπο, έχω σκεφτεί κατά καιρούς, ότι ρε παιδί μου αυτή είναι ζωή. Τη βγάζεις στην ησυχία και στην ερημιά, αγναντεύεις τη θάλασσα όλη μέρα, ε και πού και πού σού 'ρχεται κι από κανείς και του λες ιστορίες. Και τις λες ωραία, και σε θυμούνται ακόμα δεκαετίες μετά. Μερικοί απ' αυτούς, τουλάχιστον. Εντάξει, εντάξει, ένας απ' αυτούς τουλάχιστον! Δεν ξέρω αν ήταν εποχικός υπάλληλος ή μόνιμος, ούτε αν ήταν αρχαιολόγος, ιστορικός ή κατ' εκπαίδευση ξεναγός. Δεν ήταν μικρός, αλλά ούτε και πολύ μεγάλος. Στα πενήντα, ίσως, βάλε βγάλε κάτι. Νά 'ναι καλά όπου είναι ή θεοσχωρέστον αν έχει αποδημήσει.

Τι θα έλεγα εγώ, όμως; Για ισπανούς σπανούς θα έλεγα.

Πέρασαν, τελοσπάντων, κάποια χρόνια, εγώ βρέθηκα στο Πολυτεχνείο και καλά έκανα. Και επειδή τότε διψούσα για ταξίδια, το καλοκαίρι μετά το τρίτο έτος πέρασα ένα μήνα σ' ένα από τα προγράμματα ανταλλαγής φοιτητών της IAESTE. Και τότε γνώρισα πρώτη φορά έναν Ισπανό και μια Ισπανίδα, που τη γλώσσα τους μικρός ήθελα να μάθω. Εντυπώσεις; Θα πω απλώς ότι την τελευταία μου μέρα, με την Ισπανίδα βριστήκαμε κανονικά!

Να πω ότι βρίσκω τους Ισπανούς μίζερους; Μαύρους; Ρηχούς; Ακαλλιέργητους; Στενοκέφαλους; Είναι πράμα δύσκολο να το περιγράψω, και άλλωστε πολλούς θα μπορούσαν αυτές οι λέξεις να χαρακτηρίζουν. Είναι από αυτές τις περιπτώσεις που δεν έχεις τρόπο ούτε να ακριβολογήσεις ούτε να επεξηγήσεις. Όποιος το έχει δει και το έχει νιώσει αυτό που προσπαθώ να πω, το καταλαβαίνει από την πρώτη, ατελή και ανακριβή, λέξη, χειρονομία ή γκριμάτσα. Όποιος όχι, και επιπλέον εξ' ορισμού και από φυσικού του πρέπει να διαφωνήσει, δεν θα το καταλάβει ποτέ, ακόμα κι αν σκεφτώ διακόσιες ακόμα λέξεις - και θα μου πει ότι δεν αιτιολογώ τις απόψεις μου ή ότι δεν μπορώ να προσβάλω έτσι αυθαίρετα όλο τον ισπανικό πολιτισμό κλπ. Εντάξει. Αυτός μπορεί να σταματήσει την ανάγνωση εδώ. Ο Ντ και η Μ (που μένουν πια στην Αίγινα, γι' αυτούς λέω) που έχουν πάει και κάμποσες φορές στην Ισπανία είναι απ' αυτούς που καταλαβαίνουν αμέσως τι εννοώ σ' αυτό το θέμα.

Κάποτε είχα έναν Ισπανό συνάδελφο, τον Αλμπέρτο. Ο Αλμπέρτο δεν ήταν σπανός, ήταν όμως εξαιρετικός στη δουλειά του και παράλληλα εξαιρετικά δυσάρεστος άνθρωπος. Ένα αγχωτικό σπαστάκι με σκέψη οξύτατη μεν, στενότατη δε. Κάποτε είχε κάνει ολόκληρη φασαρία σε ένα εβδομαδιαίο group meeting σχετικά με μια από τις διαφάνειες που έδειχνε ο manager. Η διαφάνεια δεν έδειχνε τίποτα το ουσιαστικό, ήταν πληροφορίες σχετικές με την πληρότητα του δίσκου στον οποίο κάναμε τις προσομοιώσεις μας. Όλος κι όλος ο σκοπός της διαφάνειας ήταν να μας πει ότι εντάξει, έχουμε χώρο, συνεχίστε κανονικά. Στο δέκατο πέμπτο ή εικοστό meeting, ο Αλμπέρτο εξεμάνη ότι τα meeting μας είναι πολύ μεγάλα και χάνουμε χρόνο να βλέπουμε τέτοιες διαφάνειες. Η συγκεκριμένη μάς έτρωγε πέντε δευτερόλεπτα την εβδομάδα επί μισό χρόνο, πράγματι ούτε η δουλειά μας ούτε η ζωή μας θα είχαν πληγεί ανεπανόρθωτα αν έλειπε, αλλά η αντίδραση του Αλμπέρτο μας έφαγε δέκα λεπτά - που ούτε κι αυτά είχαν καμία σημασία, αλλά το περιστατικό χαρακτηρίζει τον άνθρωπο.

Κάποια άλλη φορά τον είχα καλέσει να πάρει μέρος στην επισκόπηση μιας προδιαγραφής που είχα γράψει. Το είχα κάνει παρότι δεν είχε άμεση σχέση με αυτό που προδιέγραφα και στη συνέχεια θα σχεδίαζα, και το είχα κάνει γιατί είχα εκτίμηση στις τεχνικές του γνώσεις, αλλά και δεν είχα πάρει ακόμα χαμπάρι το χαρακτήρα του. Μου έδωσε αρκετά σχόλια, εκ των οποίων τα περισσότερα, αν όχι όλα, τα δέχτηκα. Ούτως ή άλλως, σε φάση προδιαγραφών παίρναμε αρκετές τεχνικές αποφάσεις "διαισθητικά" - πάμε και βλέπουμε πώς θα μας βγει στην υλοποίηση, και είμαστε έτοιμοι να το τροποποιήσουμε αν προκύψει ανάγκη. Σ' αυτό το πλαίσιο, δεν είχα κανένα λόγο να επιμείνω στη μια ή την άλλη επιλογή.

Μου είχε κάνει όμως και θέμα. Να μη γράφω, λέει, προδιαγραφές στα λατινικά! Έγραφα προδιαγραφές στα λατινικά;!

Χρησιμοποιούσα τον πληθυντικό formulae του formula, κάτι που είναι σωστό, όπως σωστά είναι και τα lemmata, τα criteria, αλλά και οι casi belli και τόσες άλλες λέξεις ή φράσεις από τα λατινικά και τα ελληνικά που έχουν περάσει αυτούσιες στα αγγλικά, άσχετα αν σε κοινή χρήση απαντώνται επίσης τα formulas, lemmas κλπ που είναι κι αυτά σωστά. Φυσικά απέρριψα το συγκεκριμένο σχόλιο, καθότι όταν κάτι το ξέρω, το ξέρω και δε σηκώνω τραλαλά ούτε ιστορίες με αρκούδες. Δε νομίζω ότι ικανοποιήθηκε, αν θυμάμαι καλά είχε δώσει συνέχεια στο μεγάλο αυτό θέμα και μετά την επισκόπηση, με ηλεκτρονικό μήνυμα. Για τέτοιες ομορφιές μιλάμε.

Άλλη φορά πάλι, όταν πια δουλεύαμε σε διαφορετικές ομάδες, θυμάμαι τα παράπονα που μου έκανε γι' αυτόν ο τότε manager του, ένας Φινλανδός που δε θυμάμαι πια το όνομά του. Στην παμπ ήμασταν, πού ακριβώς άραγε; Μάλλον στην Κοπεγχάγη θα ήταν, γιατί στο Όουλου πηγαίναμε είτε στο St Michael's είτε στου Λέσκινεν και όπως θυμάμαι το συγκεκριμένο σκηνικό δεν ήταν σε καμία από τις δύο. Μου έλεγε, τέλος πάντων, ο ταλαίπωρος ο Φινλανδός, ότι θαύμαζε τον ενθουσιασμό που είχε ο Αλμπέρτο για τεχνικά θέματα - ενθουσιασμό που "εγώ τον έχω χάσει προ πολλού", τα ακριβή του λόγια, που ίσχυαν και για μένα εξάλλου - αλλά δεν ήξερε τι να του κάνει και πώς να τον "χειριστεί" για να τον έχει ευχαριστημένο και να μην παραπονιέται για όλα. Του είχαμε πει να του δίνει μια "έκπτωση", 30 - 40%, να αγνοεί, δηλαδή, το 30% με 40% των όσων λέει ο Αλμπέρτο! Λογικό ήταν, και γενικά χρήσιμη τακτική όταν πρέπει να κάνεις με ανθρώπους. Αλλά και λίγο εύκολο να το πεις, δύσκολο να το κάνεις, θέλει χοντρή πέτσα, χώρια που ώρες - ώρες έχεις την εντύπωση ότι η "έκπτωση" θα χρειαστεί να φτάσει το 80, το 90, το 98%. Εκεί είναι που αναρωτιέσαι αν έχει κανένα νόημα η επικοινωνία και μήπως αν μπορείς να την παρακάμψεις τελείως. Αλλά δε θα το κάνω εδώ πέρα man management coaching session, άλλωστε είμαι πολύ κακός σ' αυτόν τον τομέα!

Όταν, πάντως, πηγαίναμε για φαγητό, εκεί στη Φινλανδία, συνήθως οι πέντε, έξι ξένοι τρώγαμε μαζί. Ήμασταν η αγγλόφωνη παρέα. Τις περισσότερες φορές εκεί μιλούσα βασικά μόνο εγώ! Ο λόγος ήταν ότι κανείς άλλος δεν είχε κανένα ενδιαφέρον (ούτε και γνώσεις, μάλλον) να συζητήσει θέματα εκτός δουλειάς, αλλά και κανείς δεν ήθελε και στο διάλειμμά του να μιλήσει για τη δουλειά. Άρα οι επιλογές τους ήταν είτε να ακούν εμένα, είτε να υφίστανται την άβολη σιωπή, είτε να λένε για τον καιρό. Ο καιρός ήταν συνήθως -27 βαθμοί Κελσίου για άλλες τρεις εβδομάδες, οπότε φαίνεται προτιμούσαν να ακούν εμένα παρά την άβολη σιωπή. Ή ίσως, πάλι, εγώ δεν έδινα στην άβολη σιωπή την ευκαιρία να δείξει τα κάλη της! Εν πάση περιπτώσει, τους έλεγα τα δικά μου. Τα ξέρεις, τώρα, τα δικά μου! Ξεκινούσα με μπύρες, περνούσα από τις διεθνείς πολιτικές εξελίξεις και τελείωνα με ρωμιοσύνη! Έγιναν, τότε, 2007-08, δύο σημαντικά γεγονότα στη διεθνή πολιτική, το ένα ήταν η ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου και το άλλο ο σύντομος πόλεμος Ρωσίας - Γεωργίας. Κατά τη σύντομη διάρκεια του δευτέρου, ήμουν, όπως καταλαβαίνεις, με τον Πούτιν και μάλλον τότε τους είχα πει και σχετικές χοντράδες. Αλλά αλλού θέλω να καταλήξω.

Κάποιο μεσημέρι, και καθώς σώπασα για λίγο για να φάω και καμιά μπουκιά, ο Αλμπέρτο μου είπε ότι, ξέρεις, εμείς οι Ισπανοί είμαστε ακαλλιέργητοι και φταίει το καθεστώς του Φράνκο που μας κράτησε σε απομόνωση από τον υπόλοιπο κόσμο για δεκαετίες. Όταν το είπα αυτό στη Μ (από την Αίγινα, πλέον), μου απάντησε ότι δε φταίει ο Φράνκο, αλλά αιώνες νωρίτερα ο Φίλιππος Β' που έκανε τη θρησκεία μαύρη, την κουλτούρα μαύρη, τα μυαλά των ανθρώπων μαύρα - τα λόγια δικά της με λίγες σάλτσες δικές μου. Και αν δεν την θυμάσαι, έχει ασχοληθεί με τη φιλολογία της Αναγέννησης και σε "τυπικό" επίπεδο διδακτορικού διπλώματος, άρα θα πρέπει μάλλον να υποθέσουμε ότι ξέρει την εποχή κατά τεκμήριο καλά.

Και κάπου εδώ θυμάμαι και το βιβλίο της κυρίας Μαρίας Μαγγιώρου που διάβασα πριν καμιά διετία. Δεν το πολυσυστήνω, αλλά από τη συντριπτική πλειοψηφία των όσων διαβάζω κάτι μένει. Γι' αυτό και σε συζητήσεις με φίλους προτείνω να διαβάζουν ό,τι πέφτει στα χέρια τους. Ποτέ δεν είναι χαμένος χρόνος.

"Δεν το πολυσυστήνω", αλλά "προτείνω να διαβάζουν ό,τι πέφτει στα χέρια τους". Εδώ υπάρχει αντίφαση όμως! Αυτό που εννοώ είναι ότι υπάρχουν και άλλες επιλογές αν θέλει κανείς να προτείνει κάτι συγκεκριμένο. Θα σύστηνα, για μια ακόμη φορά στις αραιές αναρτήσεις μου, τον κύριο Ζιάκα, για όποιον θέλει να ασχοληθεί με τέτοιου τύπου δοκίμια "κοινωνικής ανθρωπολογίας", όπως είναι μάλλον ο σωστός όρος. Κυρίως θα πρότεινα το Σύγχρονο Μηδενισμό που είναι και σύντομος και περικλείει την ουσία της σκέψης του Ζιάκα, τουλάχιστον μέχρι το 2008 που εκδόθηκε. Βλέπω ότι έβγαλε και πρόσφατο, που από τη σύνοψη φαίνεται να κινείται προς την ίδια κατεύθυνση με τα παλιά και μάλλον να το βάζω στα υπόψιν.

Ποιο είναι το μεγάλο προσόν του κυρίου Ζιάκα; Γράφει χωρίς εμπάθεια, κι αυτό προσδίδει στις εκτιθέμενες σκέψεις καθαρότητα. Και κάτι άλλο: δεν αρνείται βασικές πραγματικότητες, δεν αρνείται τα κολοσσιαία επιτεύγματα της νεωτερικότητας, δεν μασάει, όμως, τα λόγια του ούτε για την οφθαλμοφανή παρακμή των ημερών μας. Αλλά περισσότερα αν θέλεις στα βιβλία του ιδίου.

Για να επανέλθω στην κυρίως ροή των εδώ σκέψεών μου, τι μου έμεινε περισσότερο από το βιβλίο της κυρίας Μαγγιώρου, που να σχετίζεται και με τις εκτιμήσεις της Μ από την Αίγινα; Ο ελληνικός τρόπος, μας λέει η συγγραφέας, είναι ο τρόπος της επικουρείου φιλοσοφίας, ενώ ο λατινικός τρόπος είναι ο στωικός. Ο ελληνικός δρόμος είναι η αναζήτηση της χαράς ("να χαίρεσαι τη ζωή σου, ρε παιδί μου", που λέει κι ο Γιανναράς), ενώ ο λατινικός είναι τα βάσανα ως αυταξία.

Αυτή η διαφορά των δρόμων, δε, απηχείται και κατεξοχήν στο μεταφυσικό πεδίο και στο πώς συνέλαβαν οι δυο παραδόσεις το χριστιανισμό. Εμείς κατά παράδοση ξεκινάμε τη Σαρακοστή μας την Καθαρά Δευτέρα πετώντας χαρταετούς, τραγουδώντας και χορεύοντας. Μερικοί πίνουν και από κάνα κρασάκι. Εντάξει, ζαβολιά αυτό για Καθαρά Δευτέρα, αλλά δεν κάθεται τώρα κανείς ισορροπημένος άνθρωπος στα καλά του να μετράει τις γουλιές του άλλου.

Αυτοί ξεκινάνε τη Σαρακοστή τους την Τετάρτη της Τέφρας, όπου κατά παράδοση βάζουν στάχτες στο κεφάλι τους - εις ένδειξην πένθους, μετανοίας; Δεν ξέρω. Είμαι βέβαιος ότι κι αυτές οι παραδόσεις έχουν την ομορφιά τους και δε θέλω να τις απαξιώσω. Αλλά κάπου η διαφορά του "δρόμου" είναι χτυπητή. Εμείς καθαρά, αυτοί τέφρα. Στάχτη. Μαυρίλα. Dark, που λέει και η Μ από την Αίγινα.

Ο Αλμπέρτο κάποτε είχε εκπλαγεί αφάνταστα όταν θα πήγαινα στην Ελλάδα για το Πάσχα και του είχα πει ότι το γλεντάμε με αρνιά. Μου είχε πει ότι οι χριστιανοί το Πάσχα δεν τρώνε τίποτα, γιατί τότε ήταν που πέθανε ο Ιησούς. Στη δική του σύλληψη, το Πάσχα είναι η γιορτή του θανάτου, θα πρέπει να υποθέσει κανείς.

Ο Αλμπέρτο ήταν cultural catholic, βαπτισμένος και επιβεβαιωμένος, και με την Πρώτη Μετάληψη κατά τις παραδόσεις τους. Δεν είχε εκκλησιαστικά ενδιαφέροντα καθόλου, αλλά εδώ φαίνεται να μην είχε συνειδητοποιήσει καν ότι οι χριστιανοί το Πάσχα γιορτάζουν την Ανάσταση! Πάρε έναν Έλληνα cultural orthodox, βαπτισμένο κατά τις παραδόσεις μας, που έχει μεγαλώσει και μορφωθεί στην Ελλάδα, ευφυή, ευφυέστατο όπως ήταν ο Αλμπέρτο, και δεν έχει εκκλησιαστικά ενδιαφέροντα καθόλου. Δε νομίζω ότι θα βρεις κανέναν τέτοιο να μην ξέρει τουλάχιστον ότι το Πάσχα γιορτάζουμε την Ανάσταση!

Και βέβαια το θέμα μου δεν είναι η Καθολική Εκκλησία καθ' αυτή. Ο Πάπας ασφαλώς και κηρύττει την Ανάσταση κάθε χρόνο Urbi et Orbi, ο άνθρωπος. Το θέμα μου είναι πώς συλλαμβάνονται και πώς εσωτερικεύονται αυτά τα πράγματα από τους ανθρώπους, τους λιγότερο ή περισσότερο πιστούς. Άλλωστε καθολικοί είναι και πολλοί άλλοι. Τους Ιταλούς δεν τους λες "μαύρους". Μάλλον χαζοχαρούμενους, ίσως! Για τους Ιρλανδούς η πίστη τους είναι (ήταν;) στοιχείο ταυτότητας και διαφοροποίησης από τους γείτονες και κατακτητές τους, με τρόπο μάλλον συγκρίσιμο με τα δικά μας. Άλλοι λαοί, άλλες συνθήκες, άλλες περιπέτειες, άλλες προσλήψεις, αναμενόμενα αυτά. Εξάλλου, και η Μ από την Αίγινα, στο Φίλιππο Β' υπενθυμίζω ότι τα χρεώνει, σε βασιλιά, όχι σε πάπα.

Όλα αυτά ήταν αρκετά έντονα μέσα μου τον καιρό που ζούσα στο εξωτερικό. Αντιπαθούσα με αρκετή ένταση τους Ισπανούς! Πλέον έχουν αμβλυνθεί τα αισθήματά μου. Δεν έχω πια τέτοιες επαφές, οπότε δεν πα να είναι όπως θέλουνε κι οι Ισπανοί. Υπάρχουν αρκετοί Έλληνες εδώ για να αντιπαθήσω, δεν χρειάζεται να ασχολούμαι με Ισπανούς! Και για να είμαι δίκαιος, είχα γνωρίσει και έναν ή δύο Ισπανούς που δεν είχαν αυτό το "σφίξιμο" στην καρδιά, το "στένεμα" στους ορίζοντες, τη "μαυρίλα" στη σκέψη που είχαν οι περισσότεροι. Ήξερα, επίσης, και Έλληνες παντρεμένους με Ισπανίδες, που πρέπει να υποθέσω, να ελπίσω και να ευχηθώ ότι βρίσκουν την ισορροπία τους. Αν τη βρίσκουν αυτοί (την ισορροπία τους), εμένα μου περισσεύει!

Νομίζω, όμως, ότι ρόλο στην άμβλυνση αυτή των αρνητικών εντυπώσεων που κουβαλούσα από τα φοιτητικά χρόνια - από τότε που βρίστηκα με εκείνη την Ισπανίδα - έπαιξε και η παρουσία εδώ στην Ελλάδα δύο προπονητών ποδοσφαίρου!

Ο ένας ήταν ο Φερνάντο Σάντος, που βέβαια δεν είναι Ισπανός αλλά Πορτογάλος. Δεν μπορώ να πω ότι γνώρισα ποτέ κανέναν ιδιαίτερα αντιπαθητικό Πορτογάλο. Ένα ζευγάρι Πορτογάλων δούλευε σ' ένα φισεντσιπάδικο στο Σαουθάμπτον, όπου πήγαινα όταν βαριόμουνα να ασχοληθώ με μαγείρεμα. Μου είχαν πει ότι ήταν νησιώτες από τη Μαδέιρα. Ο άνδρας ήταν κοντός, λεπτός, πολύ μαυριδερός και με μουστάκι. Θύμιζε μερικούς πολύ σκουρόχρωμους Κύπριους που συναντάς καμιά φορά. Η κοπέλα ήταν ψηλή και χοντρή, και με επιδερμίδα λευκή σα Γερμανίδας. Δύσκολο να πιστέψεις ότι ήταν από το ίδιο νησί! Μου έβαζαν έναν τηγανητό Μόμπι Ντικ για μπακαλιάρο και τρία κιλά τηγανητές πατάτες. Έβγαζα τρία γεύματα! Υπήρχε κι εκείνος ο μαθηματικός από το Εστορίλ στο Robinson College, που συμπαθής μου ήταν όσο λίγο τον ήξερα, αν και λίγο μυστήριος. Στο Καίμπρητζ, βέβαια, ήμουν τότε, τι ήθελα, κανονικούς ανθρώπους γύρω μου;!

Από την άλλη πλευρά, όμως, ο Φίλιππος ο Β' βασίλεψε και στην Πορτογαλία ως Φίλιππος Α' κατά τη διάρκεια της Ιβηρικής Ένωσης, επομένως με βάση το κριτήριο της Μ από την Αίγινα δεν διαπράττω μεγάλη ζαβολιά αν περιλάβω κι έναν Πορτογάλο στο παραμύθι! Ο Σάντος, λοιπόν, τουλάχιστον με βάση τη δημόσια εικόνα του, ήταν πολύ σοβαρός άνθρωπος - τηρουμένων, φυσικά, των αναλογιών, καθώς μιλάμε για άνθρωπο του ποδοσφαίρου και ας μην αναμένουμε βαθιά φιλοσοφία. Ήταν ευσυγκίνητος, κάποτε σε βαθμό σαχλαμάρας, κι αυτό τον έκανε συμπαθέστατο σ' εμένα. Χάρηκα πραγματικά που πήρε το ευρωπαϊκό του '16 με τη χώρα του. Αισθανόταν κι ο ίδιος, προφανώς, τόσο συνδεδεμένος με την Ελλάδα, που στις πρώτες του δηλώσεις στην πορτογαλική τηλεόραση μετά την κατάκτηση ευχαρίστησε, στα ελληνικά, τους Έλληνες για τις ευχές τους!

Κι ο άλλος είναι ο Μανόλο! Ο οποίος είναι, βέβαια, δυο κατηγορίες παρακάτω από το Σάντος σε προπονητική ποιότητα, παρ' ότι έχουν κάπως αντίστοιχες τακτικές προσεγγίσεις (αλλά μην ξεφύγω σ' αυτό). Και βέβαια, ότι ο Μανόλο πήρε πρωτάθλημα στην Ελλάδα και φέτος παίρνει ο Λουτσέσκου, ενώ ο Σάντος δεν πήρε ποτέ, μας λέει κάτι για το πρωτάθλημά μας (αλλά μην ξεφύγω ούτε σ' αυτό).

Ο Μανόλο πρόσφατα έγραψε ένα άρθρο σε μια ισπανική ιστοσελίδα, όπου λέει πράγματα που κάνουν μια κάποια εντύπωση. Τούτο εδώ είναι.

Θα μου πεις, πιο πάνω μας έλεγες για επικούρειους και στωικούς, μετά μας είπες για το Ζιάκα, και τώρα θέλεις να μας δείξεις το γραπτό ενός ποδοσφαιρανθρώπου;

Να σου πω!

Πρώτα απ' όλα, προσλαμβάνουσες κανείς παίρνει από παντού. Απ' όλα όσα υποπίπτουν στην αντίληψή του. Έτσι πρέπει να γίνεται, αλλά και ανεξάρτητα από το τι πρέπει να γίνεται, θέλει δε θέλει κανείς, έτσι γίνεται.

Δεύτερον. Αν πάρεις το μέσο ποδοσφαιριστή ή προπονητή και του ζητήσεις να γράψει το όνομά του, θα κάνει λάθη. Ορθογραφικά, γραμματικά και συντακτικά! Αν πας να του πιάσεις κουβέντα, θα πει ότι η μπάλα είναι στρογγυλή, κοιτάμε το επόμενο παιχνίδι και μετά θα πέσει και θα ζητήσει πέναλτυ. Εδώ ο Μανόλο τουλάχιστον δείχνει ότι μπορεί να βάλει δυο απλές σκέψεις σε μια κάποια σειρά, κάτι απλό να πει. Δε μου πέφτει το τουπέ εμένα που το σημειώνω, ούτε εσένα που το διαβάζεις. Πάμε παρακάτω.

Ο Μανόλο λέει ότι "δεν ντρέπομαι να λέω ότι είμαι Ισπανός και Χριστιανός. Επίσης, δεν ντρέπομαι για την Ανδαλουσιανή προφορά μου και πάντα λέω ότι είμαι από χωριό. Πιστεύω ότι όλος ο κόσμος πρέπει να έχει ρίζες, αυτές είναι οι δικές μου και είμαι υπερήφανος."

Ο Μανόλο, επίσης, σε κάποια συνέντευξη είχε πει ότι του έμαθαν αυτή την ελληνική λέξη που δε μεταφράζεται, λέει, και υπάρχει, λέει, μόνο στην Ελλάδα - το φιλότιμο - και όταν του εξήγησαν τι σημαίνει, βρήκε ότι έχουν κάποια κοντινή έννοια στην ανταλουσιανή διάλεκτο (όχι στα επίσημα ισπανικά).

Ο "μορφωμένος" (πιο σωστά: εκπαιδευμένος) γκαγιέγος Αλμπέρτο του 2007 δεν υπήρχε περίπτωση ποτέ να πει αυτά που λέει ο ποδοσφαιράνθρωπος ανταλουσιάνος Μανόλο του 2019. Δεν ξέρω, βέβαια, τι μπορεί να λέει ο Άλμπερτο του 2019, ούτε τι έλεγε ο Μανόλο του 2007. Είναι αλήθεια ότι έχει πέσει αρκετό σκάλισμα σε θέματα παραδόσεων και πολιτισμικής κληρονομιάς σε όλο τον κόσμο τα τελευταία δέκα χρόνια. Οι σκέψεις μας πάντα εξελίσσονται και οι οπτικές μας γωνίες αλλάζουν. Και οι δικές μου, προφανώς, δεν αποτελούν εξαίρεση.

Και διαβάζοντας αυτές τις προτάσεις, σκέφτηκα ότι θα μπορούσε κάλλιστα να τις είχε διατυπώσει, με άλλα τοπωνύμια, κάποιος Έλληνας. Και απ' αυτό σκέφτηκα ότι τελικά δεν είμαστε, ίσως, και τόσο διαφορετικοί - και από κει πήγα πολύ πίσω, σε πολύ παλιές αναμνήσεις...

Σχολικό έτος 1991-92, το τελευταίο σχολικό έτος για μένα. Πρόσφατα είχε διαλυθεί η Γιουγκοσλαβία και ο σχετικός πόλεμος εμαίνετο - στην Κροατία μόνο. Δεν είχε προκύψει ανεξάρτητη Βοσνία ακόμα, ενώ η ανεξαρτησία της Σλοβενίας είχε επιτευχθεί σχετικά ήρεμα. Οι Σέρβοι, άτακτοι αντάρτες και μονάδες του γιουγκοσλαβικού στρατού, ήταν οι ισχυροί στα πεδία των μαχών. Ο εξοπλισμός και η οργάνωση του κροατικού στρατού έλαβαν χώρα τα επόμενα χρόνια, με αυστριακή συμβολή (πιθανολογείται) και λαθραίο οπλισμό μέσω Αργεντινής (επιβεβαιωμένο). Η Επιχείρηση Καταιγίδα που έληξε τον πόλεμο σ' εκείνο το μέτωπο πραγματοποιήθηκε μερικά χρόνια αργότερα, τον Αύγουστο του '95 - συμπτωματικά, τις μέρες που εγώ ήμουν στην IAESTE και βριζόμουν μ' εκείνη την Ισπανίδα! Το '91-'92, πάντως, ακόμα τίποτα απ' όλα αυτά δεν ήταν ορατό. Ούτε ισχυρός κροατικός στρατός, ούτε στρατιωτική ήττα των Σέρβων, ούτε η IAESTE, ούτε η Ισπανίδα!

Τα μέσα ενημέρωσης έκαναν τη συνηθισμένη τους δουλειά να μας ενημερώνουν γνήσια και αντικειμενικά. Σύμφωνα με τα δυτικά μέσα, επρόκειτο για πόλεμο αγγέλων με διαόλους, όπου οι άγγελοι ήταν οι Κροάτες και οι διάολοι οι Σέρβοι· τα ελληνικά συμφωνούσαν ως προς τη φύση του πολέμου, μόνο που γι' αυτά οι άγγελοι ήταν οι Σέρβοι και οι διάολοι οι Κροάτες. Ο πρώτος στον πλανήτη που είπε ότι πρόκειται για πόλεμο ανθρώπων με ανθρώπους ήμουν, απ' ότι φαίνεται, μάλλον εγώ! Και ως προς αυτό, δεν έχει αλλάξει η οπτική μου, ακόμα το ίδιο λέω.

Εν πάση περιπτώσει, σ' αυτό το πλαίσιο, και με τη στρατιωτική τους υπεροχή, ακόμα, αδιαμφισβήτητη, το ζητούμενο για τους Σέρβους ήταν να αναγνωριστούν και διπλωματικά οι πραγματικότητες επί του εδάφους και να επιτευχθεί ο στρατηγικός τους στόχος: όλοι οι Σέρβοι σε ένα κράτος - δηλαδή να διατηρήσουν το κεκτημένο τους, γιατί και στην ενιαία Γιουγκοσλαβία αυτό ακριβώς είχαν, όλο το λαό τους σε ένα κράτος (σχεδόν, γιατί υπήρχαν και υπάρχουν ακόμα και μερικοί στη Ρουμανία, αλλά να μην ξεφεύγω). Και επειδή η κοινή γνώμη παγκοσμίως ήταν γενικά σφόδρα αρνητική απέναντί τους, προφανώς σε μια προσπάθεια να αλλάξει το κλίμα, αρκετοί σέρβοι που είχαν επαφές και άκρες με το εξωτερικό κυκλοφορούσαν και έκαναν ομιλίες, εισηγήσεις, ενημερώσεις, δίνοντας τη σερβική οπτική γωνία των γεγονότων. Φυσιολογικά πράγματα, απαραίτητο στοιχείο ενός πολέμου!

Υπήρχε, τότε, μια γενιά ελληνοσπουδαγμένων, ελληνομαθών, και, τω όντι, σφόδρα φιλελλήνων - περίπου μισο-ελλήνων - κληρικών και λαϊκών θεολόγων και θεολογούντων, που οι άκρες τους και οι επαφές τους ήταν με την Ελλάδα. Χαρακτηριστικό όνομα, ο Ειρηναίος Μπούλοβιτς, που νομίζω ίσως είχε ζήσει (;) και χρόνια με τον Άγιο Πορφύριο. Φυσιολογικά, οι συγκεκριμένοι εμφανίζονταν σε ελληνικά αμφιθέατρα και ελληνικές εκδηλώσεις. Συνήθως φρόντιζαν να απευθύνονται στο θυμικό των ακροατών, αναφερόμενοι στην "προαιώνια ελληνοσερβική φιλία" - τόσο προαιώνια που εγώ μέχρι τότε δεν την είχα ακούσει ποτέ μου!

Ανοίγει μεγάλη παρένθεση.

Είναι αλήθεια ότι το νεοελληνικό κράτος και το νεοσερβικό κράτος το 19ο και 20ο αιώνα δεν ήρθαν ποτέ σε πολεμική σύγκρουση. Είναι αλήθεια ότι βρήκαν κοινά συμφέροντα, είναι αλήθεια ότι πολέμησαν μαζί σε κάποιες περιπτώσεις. Είναι, πιθανότατα, σωστό να υποθέσει κανείς ότι ούτε εμείς χωρίς τους σέρβους, ούτε οι σέρβοι χωρίς εμάς θα είχαμε καμιά ελπίδα στο Β' Βαλκανικό Πόλεμο απέναντι στην "Πρωσία των Βαλκανίων" - τη Βουλγαρία. Είναι αλήθεια ότι, συμπτωματικά ή όχι, βρεθήκαμε και στο ίδιο στρατόπεδο στους δύο παγκόσμιους.

Είναι, επίσης, αλήθεια ότι και ιστορικά μιλώντας, δεν έχουμε σε καμία περίπτωση με τους Σέρβους τις σχέσεις "αίματος" που έχουμε με τους Βουλγάρους. Με τους Βουλγάρους σφαζόμασταν από τον 7ο αιώνα, με κάποια διαλείμματα, μέχρι το 1945! Σφαζόμασταν από πριν γίνουν χριστιανοί και πριν γίνουν σλάβοι - από τότε που λάτρευαν, φαίνεται τον Τένγκρι των τουρκο-μογγόλων και όχι τον Περούν του σλαβικού πανθέου, από τότε που μιλούσαν ακόμα κάποια εξαφανισμένη τουρκογενή διάλεκτο. Σφαζόμασταν με τους Βούλγαρους από τότε που ήταν ακόμα Τούρκοι και τέσσερις αιώνες πριν αρχίσουμε να σφαζόμαστε με τους άλλους Τούρκους, αυτούς που είναι ακόμα Τούρκοι!

Αλλά νομίζω όμως ότι υπήρξαν και τουλάχιστον μία ή δύο περιπτώσεις που, εκμεταλλευόμενοι την αδυναμία του Βυζαντίου, οι Σέρβοι έφτασαν μέχρι τη Θεσσαλία, ενώ είναι και μάλλον αμφιταλαντευόμενη η πολιτική του Σερβικού Δεσποτάτου τις τελευταίες δεκαετίες πριν την Άλωση. Επειδή μ' αρέσουν αυτά, συνεχίζω!

Η μάχη του Κοσσυφοπεδίου του 1389 πρέπει να ήταν όντως τρομεροτέρα των τρομερών. Φαίνεται πως κατέληξε περίπου στην εξαφάνιση και των δύο αντιμαχόμενων στρατών. Το άρθρο στη Wikipedia δε βλέπω να το επιβεβαιώνει, αλλά έχω δει να γράφεται ότι μετά το θάνατο του Μουράτ Α' κατά τη διάρκεια της μάχης, οι γενίτσαροι εξέλεξαν επί τόπου, μέσα στο πεδίο της μάχης, το νέο τους σουλτάνο, τον Μπαγιεζίτ Α'. Αυτό οφείλουμε να υποθέσουμε ότι δείχνει την ορμή του οθωμανικού στρατού. Δείχνει ότι πολεμούσε για κάτι, για κάτι στο οποίο πίστευε, ασχέτως του ότι αυτό το κάτι ήταν το τζιχάντ που δε μας αρέσει και καλά κάνει.

Μετά το Κοσσυφοπέδιο, πάντως, οι σέρβοι ηγεμόνες αναγκάζονται να δηλώσουν υποτέλεια στους Οθωμανούς και, δεσμευμένοι από υποχρεώσεις υποτέλειας / ανισοβαρούς συμμαχίας, κατά τις επόμενες δεκαετίες θα συμμετάσχουν σε σειρά μαχών στο πλευρό των Οθωμανών. Το σερβικό ιππικό της εποχής φαίνεται πως ήταν ιδιαίτερα αξιόμαχο. Κουβαλώντας την κληρονομιά των βυζαντινών καταφράκτων, οι σέρβοι προσθέτουν έφιππους βαλλιστριδοφόρους αντί λογχοφόρων ή "παραδοσιακών" ιπποτοξοτών. Επιπλέον, στη γειτονιά τους, στη Ραγκούζα, λειτουργούσε χυτήριο / εργαστήριο παραγωγής όχι μόνο κανονιών αλλά και μικρών πυροβόλων όπλων χειρός, τα οποία επίσης φαίνεται ότι σιγά σιγά υιοθετούν οι Σέρβοι, ήδη από το 1350. Θά 'ταν πρωτόγονα· θα πυροβολούσες μία τώρα και μία σε δύο ή τρεις ώρες που θα είχε κρυώσει. Μία στις δέκα εκπυρσοκροτήσεις, θα έσκαγε το όπλο και θα έπαιρνε και τα δάχτυλα του χειριστή μαζί του. Αλλά θα έκαναν και μεγάλη εντύπωση, θα είχαν και μεγάλη επίδραση στο ηθικό του αντίπαλου στρατού, μπορούμε να φανταστούμε.

Ο Λούτβακ μας λέει ότι ο λόγος που επικράτησαν τα πρώιμα τουφέκια στο πεδίο της μάχης του ύστερου μεσαίωνα και των πρώιμων νεώτερων χρόνων - ο λόγος που σταδιακά εξοβέλισαν τα τόξα - ήταν ότι απαιτούσαν πολύ λιγότερη εκπαίδευση απ' ότι τα τόξα. Μπορούσες να πάρεις δέκα χωρικούς, να τους εξοπλίσεις, να τους μάθεις να γεμίζουν και να σκοπεύουν και σε μερικές εβδομάδες είχες μια αξιόλογη γραμμή πυρός. Αντίθετα, η καλή τοξοβολία απαιτούσε μακροχρόνια εξάσκηση. Αυτό μάλλον μπορούμε να το δεχτούμε· μέχρι κι εγώ έγινα κάποτε τυφεκιοφόρος μέσα σε τρεις εβδομάδες!

Το 1396 έχουμε τη Σταυροφορία της Νικοπόλεως, όπου λογιών λογιών ιππότες της δυτικής χριστιανοσύνης συγκρούονται με τους Οθωμανούς και τους πιστούς συμμάχους τους Σέρβους. Το χριστιανικό στρατόπεδο πρέπει να περιελάμβανε κάμποσους Γάλλους - Βουργούνδιους και είχε τόση αυτοπεποίθηση που αναφέρεται ότι την παραμονή της μάχης, με τον εχθρό ορατό, οι ιππότες διασκέδαζαν με κονταρομαχίες. Η μάχη θα ήταν αρκετά αμφίρροπη, με ελαφρά υπεροχή των Οθωμανών, η οποία κατέστη αποφασιστική όταν έπεσε στη μάχη το σερβικό ιππικό. Το αποτέλεσμα ήταν η διάλυση του χριστιανικού στρατού και η πλήρης αποτυχία της Σταυροφορίας.

Το 1402 συναντάμε την επική Μάχη της Αγκύρας, όπου συγκρούονται τα δυο θηρία της εποχής, ο Οθωμανός Μπαγιεζίτ Α' και ο Τιμούρ ο Κουτσός - σα να λέμε, ο Χίτλερ και ο Στάλιν! Οι Οθωμανοί ηττώνται αποφασιστικά και ο σουλτάνος πιάνεται αιχμάλωτος. Κατά τη διάρκεια της μάχης, πολλοί από τους μπέηδες και τους γαζήδες της Ανατολίας προδίδουν τον Μπαγιεζίτ, αλλάζουν στρατόπεδο και πολεμούν για τον Τιμούρ. Πιθανότατα θα υπήρξε μια σχετική συνομωσία, στην οποία όμως οι Σέρβοι δεν μετέχουν· αντίθετα, τιμούν τη συμμαχική τους υποχρέωση και με το παραπάνω: το ιππικό τους διακρίνεται ιδιαιτέρως στη μάχη και αποσπά καλά λόγια και από τον ίδιο τον αντίπαλο.

Ο Τιμούρ προχωρά προς τα δυτικά, πολιορκεί, καταλαμβάνει και καταστρέφει τη Σμύρνη, που κατείχαν, για κάποιες δεκαετίες, οι Οσπιτάλιοι - οι Ιππότες της Ρόδου. Ο στόλος τους αποπλέει από τη Ρόδο για να συνδράμει τους πολιορκούμενους, αλλά φτάνει πολύ αργά. Βρίσκει την πόλη κατεστραμμένη και βομβαρδίζεται από την ακτή, από τους καταπέλτες του Τιμούρ. Οι καταπέλτες, όμως, δεν εκτοξεύουν πέτρες· εκτοξεύουν τα κομμένα κεφάλια των νεκρών σμυρνιών. Για τέτοιο θηρίο μιλάμε, και δεν είναι και το χειρότερο που έκανε στη ζωή του.

Ο Τιμούρ θα μπορούσε ίσως να προχωρήσει και να περάσει και στην Ευρώπη, ίσως να καταλάβει και ο ίδιος την Κωνσταντινούπολη. Έχοντας, όμως, ξεμπερδέψει με το μεγάλο αντίπαλό του, στρέφεται ανατολικά και ετοιμάζει εκστρατεία εναντίον της Κίνας, προκειμένου να επαναφέρει τη Μογγολική κυριαρχία στην αχανή χώρα, που είχαν ανατρέψει μερικές δεκαετίες νωρίτερα οι ταπεινών καταβολών Μινγκ. Πεθαίνει από αρρώστια ή γεράματα κάπου στην Κεντρική Ασία τις παραμονές της εν λόγω εκστρατείας και η ανθρωπότητα λυτρώνεται από έναν πολέμαρχο του οποίου οι πράξεις ευθύνονται άμεσα για το θάνατο, υπολογίζεται, του 5% του παγκόσμιου πληθυσμού της εποχής.

Ο Μπαγιεζίτ πεθαίνει στην αιχμαλωσία, λίγους μόνο μήνες μετά την ήττα του στην Άγκυρα και για τη διαδοχή του ξεσπά μέγας εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στους δύο γιους του, που θα κρατήσει κάπου δέκα χρόνια. Οι μεν Σέρβοι εκμεταλλεύονται την ευκαιρία και σπάνε - προς το παρόν - τα δεσμά της υποτέλειας. Ο δε βασιλέας στην Κωνσταντινούπολη, ο Μανουήλ Β', παίρνει το μέρος ενός από τους αντιμαχόμενους, προσφέρει μικροβοήθειες και μικροδιευκολύνσεις με μερικά μεταγωγικά πλοία και τέτοια, και σαν αντάλλαγμα εξασφαλίζει την - προσωρινή - επιστροφή της Θεσσαλονίκης, η οποία Θεσσαλονίκη είχε πρωτοπέσει στους Οθωμανούς του Μουράτ Α' λίγα χρόνια πριν τη Μάχη του Κοσσυφοπεδίου.

Οι ιστορικοί συζητούν ακόμα, χωρίς να πολυσυμφωνούν, αν η κίνηση του Μανουήλ να μπλέξει με τον οθωμανικό εμφύλιο ήταν λογική ή τακτικό λάθος. Πώς θα είχαν άραγε πάει μακροπρόθεσμα τα πράγματα αν είχε μείνει απ' έξω και είχε αφήσει τους γιους του Μπαγιεζίτ να εξαντληθούν μεταξύ τους; Καθώς επίσης, τι ρόλο έπαιξε (αν έπαιξε) η διπλωματία της Κωνσταντινούπολης στην απόφαση του Τιμούρ να στραφεί εναντίον του Μπαγιεζίτ, καταρχήν, και να μην προχωρήσει στην Ευρώπη, εν συνεχεία. Αν έπαιξε, επίσης, κάποιο ρόλο η Κωνσταντινούπολη στην προδοσία των μπέηδων κατά τη Μάχη της Άγκυρας. Όταν βγάλουν άκρη, θα ενημερώσω!

Πάμε καμιά εικοσιπενταριά χρόνια πιο μπροστά και βρίσκουμε σουλτάνο τώρα τον Μουράτ Β', εγγονό του Μπαγιεζίτ, να πολιορκεί εκ νέου τη Θεσσαλονίκη. Οι αρχές της πόλης αδυνατούν να την υπερασπιστούν και την παραχωρούν στους Βενετούς, σα να μου φαίνεται χωρίς να ρωτήσουν καν την Κωνσταντινούπολη. Οι Βενετοί καταφέρνουν να αντισταθούν μερικά χρόνια, αλλά ούτως ή άλλως το 1430 η Θεσσαλονίκη γίνεται οριστικά Οθωμανική. Ο Ιωάννης Αναγνώστης γράφει το χρονικό αυτής της τελευταίας αλώσεως, θρηνεί για τη συμφορά, αναφέρεται, όμως, και θετικά για το Μουράτ σε μερικές αποστροφές του λόγου του, κι εμείς θα μπορούσαμε να περάσουμε όλη την υπόλοιπη ζωή μας ψάχνοντας και συζητώντας αν οι εν λόγω αναφορές ήταν ειλικρινείς ή έγιναν με σκοπιμότητα και ποια ακριβώς ήταν αυτή!

Το 1439, ο Μουράτ καταλαμβάνει εκ νέου και τη Σερβία χωρίς καμιά επική μάχη αυτή τη φορά· ήταν, όμως, μια κατάκτηση κατ' αρχήν προσωρινή, γιατί εμφανίστηκε στο ιστορικό προσκήνιο ο Ιωάννης Ουνιάδης. Ήταν ένας Ούγγρος ευγενής και σπουδαίος στρατιωτικός ηγέτης, που τέθηκε επικεφαλής ουγγρικής δύναμης πλαισιωμένης από σέρβους φυγάδες μαχητές, συμμάχησε ακόμα και με τον μπαμπά του Δράκουλα και έβαλε δύσκολα στο Μουράτ. Τον Αύγουστο του 1444, ο τελευταίος αποδέχεται να αποσυρθεί από τα σερβικά εδάφη και να τα αποδώσει στον προηγούμενο δεσπότη. Οι Ούγγροι ορκίζονται δεκαετή ειρήνη, το σερβικό δεσποτάτο αποκαθίσταται και ο Μουράτ παραιτείται, αφήνοντας στο θρόνο το 12χρονο γιο του, Μωάμεθ Β', τον μετέπειτα Πορθητή.

Γιατί παραιτήθηκε και τι είχε σκοπό να κάνει ιδιωτεύοντας; Το πιο πιστευτό είναι ότι την είδε Διοκλητιανός, τον κούρασε η εξουσία και θέλησε να αποσυρθεί και να περάσει την υπόλοιπη ζωή του ήσυχα. Τούτο το τυπάκι λέει (πιθανολογεί) ότι αποσύρθηκε για να γίνει χριστιανός. Το τυπάκι είναι συμπαθές, αλλά δεν σημαίνει ότι επειδή κάτι το λέει ένα συμπαθές τυπάκι το πιστεύουμε κιόλας. Το πιο ενδιαφέρον που προκύπτει από το σύνολο όσων λέει είναι ότι φαίνεται να προσπαθεί (το τυπάκι) να πάρει την προσωπική του επιλογή να γίνει χριστιανός και να ανακαλύψει (ή να φανταστεί, αδιάφορο για εδώ!) στοιχεία στη δική του παράδοση και στη δική του κληρονομιά που να συνδέονται μ' αυτή την επιλογή. Είναι χαρακτηριστικό πόσες πολλές φορές αναφέρει τους καραμανλήδες! Ανάγκη για ρίζες, δηλαδή, που λέει κι ο Μανόλο!

Αυτή η θεωρία ότι ο Μουράτ έγινε χριστιανός στο τέλος της ζωής του μάλλον συνδέεται και με μια από τις γυναίκες του, την πολύ γνωστή σερβίδα Μάρα Μπράνκοβιτς, τη "βασίλισσα Μάρω" που λένε στο Άγιο Όρος, όπου έχουν την παράδοση ότι πήγε η ίδια κάποτε να δωρίσει στη Μονή Αγίου Παύλου τα δώρα των Μάγων, καταπατώντας το άβατο. Όπως βγήκε από το πλεούμενο που τη μετέφερε στον αρσανά της μονής, λέει η παράδοση, της εμφανίστηκε η Παναγία και της είπε να αφήσει τα δώρα και να τσακιστεί να φύγει, γιατί σ' εκείνο τον τόπο βασίλισσα είναι μόνο η ίδια η Παναγία. Η Μάρω υπάκουσε και ξεκουμπίστηκε, τα δώρα των Μάγων υπάρχουν ακόμα στην Αγίου Παύλου και η παράδοση είναι όμορφη. Και πέρα από τις παραδόσεις, έχουν γραφεί και πολλά άλλα από πολλούς για τη Μάρα, τόσο βιογραφικά όσο και ιστοριογραφικά αλλά και μυθιστορηματικά. Φαίνεται ότι πράγματι την αγαπούσε ιδιαίτερα και ο Μουράτ και ο γιος του (από άλλη γυναίκα) ο Μωάμεθ ο Πορθητής, αλλά από αυτό μέχρι να υποθέτουμε ότι ο Μουράτ έγινε και χριστιανός, η απόσταση είναι μεγάλη.

Μ' αυτά και με τ' άλλα, δεν πήγα ακόμα στο σημαντικότερο γεγονός του 1444, που είναι η Μάχη της Βάρνας. Τι έγινε; Έγινε ότι πριν καλά-καλά φτάσει ο Μουράτ εκεί όπου είχε σκοπό να ιδιωτεύσει, ο Ουνιάδης καταπάτησε τον όρκο δεκαετούς ειρήνης που είχε δώσει, ξαναμάζεψε Ούγγρους, διάφορους συγγενείς και προγόνους του Δράκουλα και μαζί τους Πολωνούς και τους Λιθουανούς - που δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητοι, καθώς το Μεγάλο Δουκάτο της Λιθουανίας δεν είχε καμία σχέση με τη σημερινή έκταση, αλλά εκτεινόταν από τη Βαλτική έως τη Μαύρη Θάλασσα. Με όλους αυτούς, λοιπόν, ο Ουνιάδης εισέβαλε στην (οθωμανική από του 1422) Βουλγαρία και οι Τούρκοι τα χρειάστηκαν.

Ο 12χρονος Μωάμεθ δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα με αυτή την απειλή, κι έτσι φώναξε πίσω το μπάμπα του. Αυτός μάλλον βλαστημώντας επέστρεψε εσπευσμένα να σώσει το... νιάνιαρο, συγκέντρωσε τις δυνάμεις του και συνάντησε τους Σταυροφόρους του Ουνιάδη στη Βάρνα, με κάποια αριθμητική υπεροχή υπέρ των Οθωμανών και μορφολογία του πεδίου μάχης μάλλον ευνοϊκή επίσης για τους Οθωμανούς. Η έκβαση της μάχης κρίθηκε όταν σκοτώθηκε ο 20χρονος Βλαδισλαύος Γ' της Πολωνίας, που εκείνο τον καιρό κατείχε και το στέμμα της Ουγγαρίας - και προφανώς οι χριστιανικές δυνάμεις δεν μπορούσαν να εκλέξουν καινούριο βασιλιά επιτόπου, όπως είχαν κάνει οι Οθωμανοί στο Κοσσυφοπέδιο όταν έπεσε ο Μουράτ Α' - να τι εννοούσα παραπάνω: οι τούρκοι στο Κοσσυφοπέδιο πολεμούσαν για κάτι τόσο ισχυρό μέσα τους που τους έκανε να ξεπεράσουν αμέσως την απώλεια του ηγέτη τους, οι χριστιανοί στη Βάρνα όχι.

Μετά το θάνατο του Βλαδισλαύου, τόσο η Ουγγαρία όσο και η Πολωνία πέφτουν σε κρίση διαδοχής, που, πάντως, μακροπρόθεσμα μάλλον βγαίνει και για τις δύο σε καλό. Η μεν Ουγγαρία καταλήγει στα χέρια των Αψβούργων της Βιέννης, η δε Πολωνία προσφέρει το στέμμα της στον ήδη αδελφικό σύμμαχο Μέγα Δούκα της Λιθουανίας, σε μια κατάσταση που σε μερικές δεκαετίες θα οδηγήσει στην "Rzeczpospolita", την Κοινοπολιτεία Πολωνίας - Λιθουανίας, ένα πολύ ισχυρό κράτος της ανατολικής Ευρώπης του 16ου και 17ου αιώνα, για το οποίο εμείς οι Έλληνες δε μαθαίνουμε στην ιστορία μας τίποτα απολύτως.

Ο Μουράτ, πάλι, μετά τη Βάρνα ξαναγύρισε στην απομόνωσή του και άφησε ξανά το Μωάμεθ να βασιλέψει. Ανακλήθηκε για δεύτερη φορά το 1446 για να αντιμετωπίσει, λέγεται, μια εξέγερση γενιτσάρων, και μετά απ' αυτό παρέμεινε στο θρόνο μέχρι το θάνατό του, που επήλθε το 1451. Δεν κατάφερε, δηλαδή, να πραγματοποιήσει το όνειρό του να απομονωθεί και να ησυχάσει, ό,τι περιεχόμενο κι αν θέλει κανείς να προσδώσει σ' αυτό το όνειρο.

Ο Ουνιάδης, εν τω μεταξύ, δεν το έβαλε κάτω· το 1448, και ενώ ο ίδιος είχε το ρόλο του επιτρόπου για τον 8χρονο Αψβούργο διάδοχο του μαγυάρικου στέμματος, μάζεψε πάλι τους ίδιους με πριν και έκανε μια ακόμα απόπειρα. Συνάντησε το στρατό του Μουράτ στο Κοσσυφοπέδιο και για άλλη μια φορά ηττήθηκε παταγωδώς, στο πολεμικό επεισόδιο που μνημονεύεται ως η Δεύτερη Μάχη του Κοσσυφοπεδίου. Κι απ' τους αριθμούς ακόμα βλέπουμε ότι ήταν μάλλον κακώς προετοιμασμένη και εκτελεσμένη η όλη εκστρατεία, ίσως μια βιαστική, παρορμητική κίνηση για να ξεπλυθεί η ντροπή της Βάρνας. Οι δύο αυτές εκστρατείες, του 1444 και του 1448, κάποτε αναφέρονται ως οι Σταυροφορίες του Ουνιάδη, η δε του 1448 από μόνη της αναφέρεται (όπως και ήταν) ως η Τελευταία Σταυροφορία.

Οι Σέρβοι από τη Βάρνα απέχουν, και ίσως κατανοητά, αν σκεφτεί κανείς ότι το ανασυσταθέν κράτος τους είχε ηλικία δύο - τριών μηνών. Στα γεγονότα του 1448, δεν συμμετέχουν με στρατό, ο δε ακριβής ρόλος τους αμφιλέγεται. Στην καλύτερη ερμηνεία, τήρησαν φιλική προς τους Οθωμανούς ουδετερότητα. Στη χειρότερη, σαμποτάρησαν τη συγκέντρωση χριστιανικού στρατού στο Κοσσυφοπέδιο, εμποδίζοντας τη διέλευση του Σκεντέρμπεη με τους δικούς του μέσα από τα σερβικά εδάφη. Αυτό που επιβεβαιώνεται είναι ότι μετά την ατυχή μάχη, ο δεσπότης Γεώργιος Μπράνκοβιτς, ο μπαμπάς της Μάρως, συνέλαβε και φυλάκισε τον φυγά Ουνιάδη. Τον απελευθέρωσε μόνο όταν ο τελευταίος κατέβαλε λύτρα σε cash και απέδωσε περιοχές της Ουγγαρίας με σερβικό πληθυσμό.

Σημειωτέον ότι γιος αυτού του Ουνιάδη ήταν ο Ματθαίος Κορβίνος, ένας ισχυρός ηγεμόνας της... μισής Ευρώπης προς τα τέλη του 15ου αιώνα, προστάτης των γραμμάτων, τον μνημονεύουν ακόμα Τσέχοι, Σλοβάκοι, Ούγγροι. Νομίζω στη Μπρατισλάβα το 1995 υπήρχε πανεπιστήμιο ή ακαδημία που έφερε το όνομά του. Κάπου εκεί τότε υπήρχα κι εγώ και, ως προελέχθη πολλάκις, βριζόμουν με μια Ισπανίδα!

Και ερχόμαστε στο 1453. Στην σύντομη πολιορκία που έδωσε τη χαριστική βολή στη Βασιλεία συναντάμε, με το πλευρό των Οθωμανών, και μια μικρή δύναμη σερβικού ιππικού, χωρίς πάντως να μπορεί να υποστηριχθεί ότι έπαιξε κάποιον καθοριστικό ρόλο. Φαίνεται οι Σέρβοι δεσμεύονταν πάλι από κάποιους δεσμούς ανισοβαρούς συμμαχίας. Υπάρχει και το παράδοξο ότι λίγα χρόνια πριν, τα τείχη της Κωνσταντινούπολης είχαν επισκευαστεί με σερβικά χρήματα. Το 1456, πάντως, πεθαίνει ο Γεώργιος Μπράνκοβιτς και τάχιστα ακολουθεί και το ίδιο το κράτος του. Το σερβικό δεσποτάτο καταλύεται οριστικά το 1459.

Παρεμπιπτόντως: η Μάχη της Νικοπόλεως και η Μάχη της Βάρνας καταρρίπτουν το μύθο που διακινούν διάφοροι στον τόπο μας ότι αν είχαμε δεχτεί τότε την ένωση της Φλωρεντίας - Φερράρας, η λατινική τιάρα θα μας είχε σώσει. Σου λένε, αν δεν ήταν οι φανατικοί οι παπάδες να εμποδίζουν την ένωση, ο Πάπας θα είχε κηρύξει Σταυροφορία και θα είχαμε σωθεί από τους Τούρκους. Αφήνω στην άκρη όλα τα υπόλοιπα, τα θεολογικά, τα πολιτισμικά, που στο κάτω-κάτω τα λες και υποκειμενικά. Αφήνω στην άκρη την κωμική αντίφαση ότι έχεις αντικληρικαλιστές να σου λένε ότι κακώς δεν πήγαμε με το... Βατικανό! Αλλά ρε παιδιά, παρόλα αυτά εδώ βλέπουμε ότι έγιναν και Σταυροφορίες! Αν οι Σταυροφόροι έφαγαν τα μούτρα τους μία το 1396 και δεύτερη το 1444, από πού πηγάζει αυτή η βεβαιότητα ότι την τρίτη θα είχαν πετύχει; Θα σου πω από πού πηγάζει, από την άγνοια των πραγματικών γεγονότων όσων τη διακινούν - ή, χειρότερο ακόμα, την ιδεολογική τύφλωση.

Βλέπουμε, πάντως, ότι σε όλες τις αξιοσημείωτες προσπάθειες που έγιναν από χριστιανικές δυνάμεις μετά την (πρώτη) μάχη του Κοσσυφοπεδίου να αναχαιτιστούν οι Οθωμανοί (επισήμως: να σωθεί η Κωνσταντινούπολη), σε όλες αυτές τις προσπάθειες οι Σέρβοι είτε μάχονται στο πλευρό των Οθωμανών (εκόντες, άκοντες, δεν το εξετάζω εδώ), είτε απέχουν! Εμένα αυτό δε μου υποστηρίζει και καμιά προαιώνια φιλία!

Με μερικές σημειώσεις:

Αν μπορούν πολλά να λεχθούν για την πολιτική της Σερβίας τα χρόνια εκείνα, πόσα περισσότερα μπορούν άραγε να λεχθούν για την πολιτική της Κωνσταντινούπολης; Αν κάποιος λάμπει δια της απουσίας του από τις πολεμικές επιχειρήσεις που έγιναν με πρόσχημα τη σωτηρία της Κωνσταντινούπολης, αυτός είναι η ίδια η Κωνσταντινούπολη. Μπορεί να σκεφτεί κανείς ότι δεν υπήρχαν χέρια, δεν υπήρχαν χρήματα, οι Οθωμανοί ήδη από το 1369 είχαν καζικωθεί στην Ανδιανούπολη, η όλη θέση εξαιρετικά δύσκολη. Εγώ άνετα μπορώ να δεχτώ ότι η κατάσταση απλά δε σωζόταν. Και λέγεται συχνά ότι το ίδιο δεχόταν και η ίδια η Κωνσταντινούπολη: δεν πίστευε η ίδια ότι μπορούσε να σωθεί, δεν ήθελε πραγματικά η ίδια να σωθεί. Εγώ απ' αυτό θα ξεκινούσα, πριν τα βάλω με τους Σέρβους ή τους δυτικούς ή όποιους άλλους.

Η εποχή ήταν ιδιαίτερη. Ο πολιτικός κατακερματισμός της ανατολικής Μεσογείου ακραίος, ανάλογος με και ακόμα πιο ακραίος από τον αντίστοιχο της ελληνιστικής περιόδου, από τον οποίο τότε είχε επωφεληθεί η Ρώμη, τώρα στην περίοδο που συζητάμε τελικά οι Οθωμανοί. Κράτη και κρατίδια αυτόνομα, υποτελή ή ανεξάρτητα, ελληνικά, τουρκικά, λατινικά, σλαβικά και όχι μόνο αυτά. Αρκετά δεν τα ξέρουμε σχεδόν καθόλου. Θυμάται κανείς τη Θεοδωρού στην Κριμαία; Για τη Γενοβέζικη Μαόνα της Χίου πόσα ξέρουμε; Οι μπέηδες της Ανατολίας (λυκο-φίλοι των Οθωμανών) δεν ήταν καθόλου λίγοι. Οι Τσανταρλήδες της Σινώπης, οι Γκερμιγιανίδες της Κιουτάχιας, ένας σωρός άλλοι. Ε, ο καθένας απ' όλους αυτούς προσπαθούσε να στηρίξει το κράτος του ή / και τη δυναστεία του, όπως μπορούσε, με όποια συμμαχία μπορούσε - συμμαχία που σήμερα συνήπτετο, αύριο γινόταν η μάχη, μεθαύριο έσπαγε. Πολλές απ' τις συμμαχίες της εποχής, και μάλιστα κάποιες που κράτησαν, ξεπερνούσαν τα εθνοτικά και τα θρησκευτικά όρια. Είναι γνωστό ότι οι Μεγαλοκομνηνοί της Τραπεζούντας άντεξαν μερικά χρόνια περισσότερα από τους Παλαιολόγους της Πόλης χάρη στη σταθερή συμμαχία τους με τους Τουρκομάνους της Ταυρίδας, τους λεγόμενους Μαυροπρόβατους. Οι Πόντιοι, δηλαδή, ήταν σύμμαχοι με τους Μαυροπρόβατους και δεν είναι καν ανέκδοτο!

Μέσα σ' αυτό το χαμό, προσπάθησαν κι οι Σέρβοι να επιβιώσουν όσο και όπως μπορούσαν, όπως τους έκοψε και όπως καταλάβαιναν οι ηγεμόνες τους. Αυτό δεν είναι προαιωνίως φιλελληνικό ούτε ανθελληνικό. Είναι απλά ρεαλιστικό.

Κάτι άλλο που βλέπει κανείς είναι το πλήθος των δυναστικών γάμων μεταξύ των Παλαιολόγων και των Μπράνκοβιτς, ή άλλων ευγενών οικογενειών εκατέρωθεν. Στα γρήγορα αν κοιτάξει κανείς τη συνοπτική ιστορία του σερβικού δεσποτάτου συναντά αρκετά ελληνικά επίθετα, ενώ από την άλλη μεριά σερβίδα ήταν (μεταξύ άλλων) η βασίλισσα σύζυγος του Μανουήλ Β' και μητέρα των δύο τελευταίων βασιλέων και των τελευταίων δεσποτών της Θεσσαλονίκης και του Μυστρά. Ήταν η Ελένη Δραγάσαινα, μετέπειτα μοναχή και Αγία Υπομονή. Με μια κάποια δόση υπερβολής, μπορεί ίσως να πει κανείς ότι η αυλή των Παλαιολόγων ήταν μισο-σερβική - και με σημαντικά μικρότερη δόση υπερβολής ότι η αυλή των Μπράνκοβιτς ήταν μισο-ελληνική. Αν χρησιμοποιήσει και τη φαντασία του, μπορεί να πιθανολογήσει ότι αν ήταν δυνατό να αναχαιτιστούν οι Τούρκοι και να παραμείνουν ανεξάρτητα η Βασιλεία και το Δεσποτάτο, ίσως σε μερικές γενιές οι δυναστείες να ενώνονταν, με τον ένα ή τον άλλο ομαλό ή ανώμαλο τρόπο, και να γεννιόταν κάποια οντότητα όπως η Αυστρία - Ουγγαρία των Αψβούργων ή η Πολωνία - Λιθουανία. Εκεί μπορεί ίσως να διακρίνει κανείς κάποιους σπόρους προαιώνιας φιλίας πριν από τις συμμαχίες του 20ου αιώνα - αλλά πολλά "αν", πολλά "ίσως" και πολλή φαντασία μαζεύεται.

Κλείνει η μεγάλη παρένθεση!

Το '91-'92, λοιπόν, με το γενικότερο κλίμα όπως ανωτέρω, έτυχε κι εγώ να ακούσω στο ραδιόφωνο μια ομιλία του Αθανάσιου Γέφτιτς. Έλεγε αυτά που έλεγαν τότε, παρουσίαζε τη σερβική οπτική γωνία των έως τότε γεγονότων. Δε θυμάμαι και πολλές λεπτομέρειες, αφού πάνε και τόσα πολλά χρόνια. Μια αποστροφή του λόγου του, όμως, μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση και τη θυμάμαι ακόμα. Την ευλογημένη μέρα, είχε πει, που θα ιαθεί το σχίσμα και θα πάτε να κάνετε Μεγάλη Εβδομάδα και να γιορτάσετε το Πάσχα στην Ισπανία, θα δείτε πολλά έθιμα και πολλές συνήθειες που δεν θα σας παραξενέψουν καθόλου, θα μπορέσετε να τα συνδέσετε με τα δικά σας και να βρείτε αναλογίες με αυτά που ξέρετε εσείς οι Έλληνες από τις δικές σας συνήθειες.

Δεν είχε απολύτως κανένα λόγο συμφέροντος ή προπαγάνδας ο άνθρωπος να πει κάτι τέτοιο με το κλίμα όπως ήταν τότε. Κάθε άλλο. Άρα να θεωρήσω ότι το έλεγε με ειλικρίνεια. Αυτή την αποστροφή, λοιπόν, θυμήθηκα, όταν κι εγώ με τη σειρά μου σκέφτηκα διαβάζοντας το Μανόλο ότι ίσως δεν είμαστε και τόσο διαφορετικοί τελικά!

Λοιπόν σκέφτομαι και πολλά άλλα να γράψω για τις ρίζες που θέλει ο Μανόλο να έχουν όλοι οι άνθρωποι, αλλά μάλλον να προσπαθήσω να το κάνω σε ξεχωριστή ανάρτηση. Τούτη παραμεγάλωσε και πήρε και χρόνο κάμποσο. Ελπίζω να επανέλθω σχετικά σύντομα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου